Ἡ γλυκύτατη προσμονὴ τῆς Μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, τῆς Μητροπόλεως τῶν Ἑορτῶν, ὅπως τὴν ἐπονομάζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐπαναφέρει στὴν σκέψη μας τὰ λόγια τῆς Γραφῆς: «Καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν» (Γεν. 49, 10). «Ὁ λαὸς ὁ κείμενος ἐν σκότει ἴδε φῶς μέγα· οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς λάμψει ἐφ’ ὑμᾶς» (Ἠσ. θ΄ 2), καὶ αὐτὸ τὸ Φῶς ποὺ ἔλαμψε στὴν κτίση ἦταν ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, ὁ νοητὸς Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος «δι’ ἄκραν ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπίαν» ἔλαβε τὸ ἀνθρώπινο φύραμα, γιὰ νὰ τὸ φωτίσει, νὰ τὸ θεώσει καὶ νὰ τὸ ἐπαναφέρει στὴν ἀρχαία του δόξα, στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Προσδοκοῦσε ὁ κόσμος τὴν ἡμέρα τῆς ἀπολυτρώσεως ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου,
ὅπως προσδοκᾶ ὁ φυλακισμένος τὴν ἡμέρα τῆς ἀποφυλακίσεώς του, ὁ ἀπόδημος τὴν
ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα. Καὶ ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἦλθε καὶ χαρὰ γέμισε ὅλη
τὴν κτίση, ὅταν τὸ ἀπέριττο σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ δέχθηκε τὸν Ποιητὴ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τῆς γῆς, τὸν Παμβασιλέα Χριστό. Αὐτὸς ἦλθε καὶ συνένωσε οὐρανὸ καὶ γῆ, τότε
ποὺ Ἄγγέλοι δοξολογοῦσαν, ποιμένες
ἀγραυλοῦσαν καὶ Μάγοι τοῦ προσφέφεραν τίμια Δῶρα. Οἱ στιγμὲς ἐκεῖνες, στιγμὲς μοναδικὲς
στὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητος, εἶναι στιγμὲς ποὺ
κατανύσσουν τὶς ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν στοὺς αἰῶνες, ὅλων μας ποὺ ἑνώνουμε τὶς
φωνές μας μὲ τὴν ὑμνῳδία τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων ψάλλοντας: «Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ καὶ
ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. β΄ 14).
Εἴκοσι αἰῶνες ἤδη πανηγυρίζουμε
τὴν Γέννηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ κάθε ἔτος ἀναμένουμε τὴν χαρμόσυνη αὐτὴν
ἑορτὴ μὲ ἀμείωτο ζῆλον καὶ ἐνδιαφέρον. Ἡ προσδοκία μας στρέφεται στὴν ἔλευση
τοῦ Σωτῆρα μας Χριστοῦ καὶ ἀναμένουμε τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση μας σπεύδοντες,
«εἰς
τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Αὐτῷ εἶναι» (Φιλιπ.
α΄ 23). Ἡ προσδοκία μας, ὅμως, συνοδεύεται ἀπὸ θεάρεστο βίωμα; Ἡ ζωή μας, ὅπως
ἡ ζωὴ κάθε συνειδητοῦ Χριστιανοῦ, εἶναι χριστοκεντρική; Περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅπως ἡ γῆ γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο; Γνωρίζουμε ὅτι, ἂν
ἡ συνεκτική, κεντρομόλος δύναμη ποὺ διατηρεῖ τὴν περιστροφὴ τῆς γῆς γύρω ἀπὸ
τὸν ἥλιο ἀτονήσει, τότε τὸ σύμπαν θὰ διαλυθεῖ, γιατὶ ἡ δύναμη αὐτή, ἡ ὁποία σταθεροποιεῖ τὸ σύμπαν δὲν μεταβάλλεται, δὲν
ἀποῤῥυθμίζεται, δὲν τροποποιεῖται. Κάθε μεταβολὴ καὶ ἡ ἐλαχίστη θὰ σημάνει τὸ
τέλος τοῦ κόσμου, ἀφοῦ αὐτὴ δὲν προβλέπεται ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φυσικῆς, τὸν νόμο
τῆς Δημιουργίας.
Ἡ ζωή μας ἐδῶ στὴν γῆ εἶναι πεπερασμένη.
Τελειώνει πολὺ σύντομα, τόσο ποὺ δὲν ἀντιλαμβανόμαστε πότε ὀρθρίζει ἡ ἡμέρα καὶ
πότε νυκτώνει. Εἴμεθα φθαρτοί! Ὑποκείμεθα στὴν φθορά, μᾶς ἀναμένει ὁ θάνατος,
καί, ὅμως, ἀντὶ νὰ τρέχουμε νὰ συναντήσουμε τὸν Λυτρωτή μας, τρέχουμε πρὸς τὴν
ἁμαρτία, τὴν ὁποία ἡ συνέργεια τοῦ πονηροῦ θεοποίησε. Καί, ἐνῶ τρέχουμε πρὸς
τὴν ἁμαρτία, ῥαθυμοῦμε στὰ πνευματικά, ἀτονεῖ ἡ κεντρομόλος δύναμη, ἡ ὁποία μᾶς
ἑνώνει μὲ τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τὸν Χριστό μας, καὶ κινδυνεύουμε ἀπὸ ὥρας
εἰς ὥραν νὰ χαθοῦμε στὸ χάος, ὡς διάττοντες ἀστέρες νὰ σβήσουμε καὶ νὰ εὑρεθοῦμε
στὸ αἰώνιο σκότος, ὅπου ποτὲ δὲν θὰ ὀρθρίσει ὁ ἥλιος, νὰ μᾶς ζωογονήσει καὶ νὰ
μᾶς θερμάνει. Ἀλλοίμονό μας! Δὲν ἐρχόμαστε
σὲ ἐπίγνωση, ὥστε νὰ ἀναφωνήσουμε μετὰ τοῦ Παύλου: «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος.
Τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου αὐτοῦ;» (Ῥωμ. ζ΄ 24).
Τὶς ὀλίγες δεκαετίες ποὺ ἔχει ἐπιτρέψει ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς νὰ ἀγωνιζόμαστε στὸ στάδιο τῆς παρούσης ζωῆς βλέπουμε καὶ θλιβόμαστε γιὰ τὶς ἀλλαγὲς καὶ τὶς ἀλλοτριώσεις τοῦ κόσμου καὶ μάλιστα τῶν Χριστιανῶν. Δυστυχῶς, «ἡ ἀγάπη ἐψύγη, ἡ ἐγρήγορσις ἐμειώθη, ἡ πίστις ἠτόνησεν». Ἑτοιμαζόμεθα νὰ γιορτάσουμε Χριστούγεννα μὲ ἀπουσία τοῦ Βρέφους Ἰησοῦ. Δὲν μεριμνοῦμε γιὰ τὴν πνευματικὴ τελειότητα, γιὰ τὴν καθαριότητα τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ βρεῖ τόπο νὰ κατοικήσει ὁ Κύριός μας. Μεριμνοῦμε γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις καὶ παραμελοῦμε τὶς πνευματικές. Ἀντικαθιστοῦμε τὸν Ἥλιο Χριστὸ μὲ τὶς φωτεινὲς γιρλάνδες καὶ τὰ φῶτα στοὺς δρόμους καὶ στὰ σπίτια μας. Προγραμματίζουμε τὶς ἐκδρομές, τὶς διασκεδάσεις, τὶς οἰνοποσίες, τὰ πλούσια γεύματα, τὴν ἐνήδονη ζωή. Προγραματίζουμε Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό. Τὸ ταπεινὸ βρέφος τῆς Βηθλεὲμ δὲν μᾶς συγκινεῖ. Στὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας δὲν βλέπουμε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Δὲν τὸν ἀγαποῦμε. Μᾶς ἐνδιαφέρει μόνον ὁ ἑαυτός μας καὶ τὶς προσωπικές μας ἀνάγκες μόνον θεραπεύουμε. Ὅλος ὁ κόσμος περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Καταντήσαμε ἐγωκεντρικοὶ καὶ ὄχι χριστοκεντρικοί. Ἀλλοίμονόν μας, θὰ ἐκτροχιασθοῦμε καὶ μὲ πάταγο θὰ εὑρεθοῦμε στὸ πῦρ τὸ ἐξώτερο. Ἂς ἀγωνισθοῦμε ἡ προσμονή μας νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ ἔντονη παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν ζωή μας, μὲ μέριμνα γιὰ τὴν πνευματική μας ὁλοκλήρωση, μὲ συμπάθεια πρὸς τοὺς πάσχοντες καὶ ἐμπεριστάτους, μὲ εὐλάβεια πρὸς τὸ Θεῖο Βρέφος, τὸν Λυτρωτήν μας Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ἀναγεννηθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του. Ἡ τροχιὰ τῆς ζωῆς μας νὰ εἶναι σταθερὴ γύρω ἀπὸ τὸ Φῶς Του, «ἵνα μὴ σκοτία ἡμᾶς καταλάβῃ» (Ἰωάν. ιβ΄ 35), ὥστε νὰ ζοῦμε μέσα στὸ ἀπρόσιτο φῶς τῆς Θείας Χάριτος ὁδηγούμενοι χωρὶς παύση ἀπὸ τὸ πάμφωτο ἀστέρι τῆς Βηθλεέμ, τὸ ἀστέρι τῆς ἀλήκτου μακαριότητος.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,