Ἡ ζωὴ τοῦ συνειδητοῦ χριστιανοῦ εἶναι μία συνεχὴς
διακονία ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης
χωρὶς σύνορα, μιᾶς ἀγάπης εἰλικρινοῦς
ποὺ νὰ εἶναι ἀπαύγασμα τῆς
κενωτικῆς του καρδιᾶς, μιᾶς ἀγάπης ἐφευρετικῆς, ποὺ νὰ ὀσφραίνεται τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων καὶ νὰ σπεύδει
νὰ τὶς ἱκανοποιήσει μὲ προθυμία προτοῦ ἐκεῖνοι τὸ ζητήσουν, μιᾶς ἀγάπης ποὺ νὰ ξεκουράζει ὅλους
τοὺς κουρασμένους καὶ ἀναξιοπαθοῦντες συνανθρώπους
μας, τοὺς ἐμπεριστάτους, τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς φυλακισμένους, τὴν συγχυσμένη
νεότητα, τὰ ἀστήρικτα γηρατειά.
Ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς θυσιάζει τὸν ἑαυτό
του γιὰ τοὺς ἀδελφούς
του, διακονεῖ μὲ αὐταπάρνηση
καὶ αὐτοθυσία ὅσους
ἔχουν ἀνάγκη, λησμονεῖ τὸ προσωπικό του συμφέρον,
τὴν ἡσυχία του καὶ τὴν καλοπέρασή του μπροστὰ στὸ γενικὸ συμφέρον, μπροστὰ στὴ
προσφορὰ καὶ τὴν καταπράϋνση τοῦ πόνου καὶ τῶν θλίψεων τῶν γύρω μας, στὴν
πνευματικὴ ἀφύπνιση αὐτῶν ποὺ καθεύδουν στὴν ἀγνωσία καὶ στὴν ἁμαρτία. Αὐτὸς καλλιεργεῖ
τὴν ἀγάπη, ὅπως καλλιεργεῖ τὸν κῆπο του, μὲ ὄρεξη, μὲ προοπτικὴ νὰ ἀπολαύσει τὰ
ὄμορφα ἄνθη τῆς καλωσύνης καὶ τῆς ἀδελφικῆς καὶ ὄχι ψεύτικης πρὸς τοὺς ἄλλους
συμπαραστάσεως καὶ συμπαθείας.
Ἡ ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης ἑστιάζεται ἀπόλυτα στοὺς τέσσερις μεταφορεῖς τοῦ παραλύτου τῆς Καπερναούμ, αὐτοὺς ποὺ μὲ ἀγάπη
καὶ ἀποφασιστικότητα μετέφεραν κοντὰ στὸ Χριστό μας τὸν παραλυτικὸ φίλο τους καὶ
συνείργησαν, ἔτσι, στὴν θεραπεία του. Οἱ τέσσερις αὐτοὶ ἄνδρες εἶναι οἱ ἀχθοφόροι
τῆς ἀγάπης. Οἱ ἀνώνυμοι σὲ ἐμᾶς αὐτοὶ ἄνδρες, ἐπώνυμοι στὸν οὐρανό, μᾶς
διδάσκουν ὅτι ἡ «πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. ε΄ 6) ὄχι μόνο μᾶς σώζει,
ἀλλὰ γίνεται καὶ μαγνήτης τῶν ἄλλων πρὸς τὴν εὐσέβεια, πρὸς τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη,
τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ.
Σήμερα,
δυστυχῶς, δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Ὁ διάβολος μᾶς
κρύωσε τὶς καρδιές, μᾶς ἔδεσε τὰ μάτια νὰ μὴν βλέπουμε, μᾶς ἔφραξε τ᾿ αὐτιὰ
μὲ βουλοκέρι νὰ μὴν ἀκοῦμε. Ἔτσι γίναμε κρύοι σὰν πάγοι, γίναμε τυφλοὶ καὶ
κουφοί. Δὲν εὐαισθητοποιούμαστε στὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων, δὲν βλέπουμε τὸν πόνο τους,
δὲν ἀκοῦμε τὶς ἐκκλήσεις τους, ποὺ ἀπὸ κάθε σημεῖο φωνάζουν: Βοήθεια! Καὶ δὲν εἶναι ἕνας καὶ δύο. Πλῆθος ἀμέτρητο εἶναι
στὴν σημερινὴ πολιτισμένη, ἀλλὰ σὲ
κρίσιμη καμπὴ κοινωνία μας. Ποιοί φωνάζουν; Νὰ τοὺς μετρήσουμε; Εἶναι ἀμέτρητοι.
Εἶναι πεινασμένοι, φυλακισμένοι, αἰχμάλωτοι, ὀρφανὰ καὶ χῆρες, ἄρρωστοι καὶ ἀνάπηροι,
ἐνδεεῖς καὶ νεόπτωχοι, ἄνεργοι καὶ ἐμπερίστατοι νέοι καὶ γέροι ἀπὸ τὴν σύγχρονη
πληγὴ τῆς κρίσεως.
Ποῦ
εἶναι ἡ ἀγάπη μας; Καθένας κλειδώνεται στὸ σπιτάκι του, μὲ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά
του, γιὰ νὰ μὴν βλέπει τὴν ἔνδεια τῶν ἄλλων, νὰ μὴν ἀκούει τὶς φωνές τους. Ἀλλά, ἀλλοίμονό μας! Γιατὶ ὅπως ἐμεῖς κλείνουμε τὰ μάτια μας καὶ τὰ
αὐτιά μας, γιὰ νὰ μὴν βλέπουμε καὶ νὰ μὴν ἀκοῦμε τὸν πόνο τοῦ δυστυχισμένου, ἔτσι,
θὰ κλείσει καὶ ὁ Θεὸς τὰ μάτια Του νὰ μὴν μᾶς βλέπει καὶ τὰ αὐτιά Του νὰ μὴν ἀκούει
τὶς αἰτήσεις μας. Θὰ στεκόμαστε μπροστά Του καὶ Ἐκεῖνος θὰ ἀποστρέφει τὰ μάτια
Του ἀπὸ ἐμᾶς. Θὰ φωνάζουμε, ἀλλὰ δὲν θὰ
μᾶς ἀκούει. Ἀπόδειξη ἡ κρίση, οἱ πολέμοι, οἱ θεομηνίες, οἱ ἀλλαγὲς τῶν καιρικῶν συνθηκῶν, τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν»
(Ματθ. 16,3). Δυστυχῶς δὲν τοὺς δίνουμε προσοχὴ καὶ σημασία, θεωρώντας τα ὅλα
φυσικὰ φαινόμενα.
Μὴν
ἀπογοηθευόμαστε, ὅμως, ἔχει, ὅμως, ὁ Θεός τοὺς δικούς Του ἀνθρώπους. Ἔχει τὴν
μικρὴ ζύμη. Αὐτὴ ποὺ «ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ» (Γαλ. ε΄ 9). Ἀναδεικνύει ἐφευρέτες ἀγάπης,
ὅπως τὸν μακαριστὸ Γέροντα Γερβάσιο Ραπτόπουλο, τὸν ἀφανῆ ἱερωμένο μὲ τὴν
μεγάλη καρδιὰ καὶ τὴν ἀνίκητη ψυχικὴ δύναμη, τὸν νέο ἱεραπόστολο τῆς κενωτικῆς ἀγάπης
καὶ προσφορᾶς, τοῦ ὁποίου ἡ χαρὰ ἑστιαζόταν στὴν ἀνακούφιση τῶν ἄλλων, στὴν
γνωριμία τους μὲ τὸν Χριστό μας, Αὐτὸν ποὺ ξέρει νὰ δίνει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη.
Ὁ
Γέροντας Γερβάσιος, γιὰ τὸν ὁποῖο σήμερα, στὸ ἄκουσμα τῆς μεταδημοτεύσεώς του
γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πηγὲς δακρύων ἀνέβλυσαν ἀπὸ τὰ μάτια μας, ἀνάλωσε κάθε του ἰκμάδα στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης,
στοὺς φυλακισμένους, στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀτυχεῖς στιγμὲς τοὺς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὴν
κοινωνία καὶ τοὺς περιόρισαν στὰ «σωφρονιστικὰ ἱδρύματα». Ὁ Γέροντας Γερβάσιος
δὲν γνώριζε ληστές, κακούργους, ἐγκληματίες, σφετεριστὲς ἀγαθῶν, ἁμαρτωλούς, ἀνθρώπους
τοῦ σκότους. Γι’ αὐτὸν ὅλοι ἦταν, ὅπως καὶ εἶναι, εἰκόνες Θεοῦ, ἄσχετα ἂν εἶναι
κάποιες ἀπὸ αὐτὲς λερωμένες μὲ «στίγματα πταισμάτων». Καὶ γι’ αὐτοὺς ὁ Χριστός
μας σταυρώθηκε καὶ αὐτῶν τὴ σωτηρία θέλει, ἀφοῦ ἔχει ἐπιθυμία «πάντας ἀνθρώπους
σωθῆναι» (Α΄ Τιμ. β΄ 4).
Ἐμεῖς
«οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι» (Α΄ Θεσ. δ΄ 15)
νὰ κλαύσουμε γοερὰ σήμερα γιὰ τὴν ὁσιακὴ κοιμησή του ἢ νὰ πανηγυρίσουμε
γιὰ τὴν θεάρεστη πολιτεία του καὶ τὸ μακάριο τέλος τοῦ Γέροντος Γερβασίου; Κλαῖμε
γι’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας. Ὁ Γέροντας Γερβάσιος ἦταν «ἡ Ἐλπίδα».
Πίστευε στὸν Ἐσταυρωμένη καὶ Ἀναστημένη ἀγάπη, στὸν Κύριό μας, Αὐτὸν ποὺ εἶχε ἐνθρονίσει
στὴν καρδιά του ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια καὶ ὡς ἄλλος Παῦλος θὰ μποροῦσε νὰ φωνάζει
μὲ παρρησία «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β΄ 20). Ἦταν ἡ ἐλπίδα τῶν
ἐμπεριστάτων, τῶν φυλακισμένων, τῶν ἐνδεῶν, τῶν ἁμαρτωλῶν. Μήπως γι’ αὐτοὺς δὲν
ἦλθε καὶ ὁ Χριστός μας στὸν κόσμο λέγοντας «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς
εἰς μετάνοιαν» (Μᾶρκ. β΄ 27), γι’ αὐτὸ καὶ τὸν περιέπαιζαν οἱ δῆθεν καθαροὶ
λέγοντάς του «τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. ιζ΄ 19).
Ὁ
Γέροντας Γερβάσιος σὲ ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του, ζωῆς γεμάτης ἱεραποστολικῆς
δράσεως, αὐτῆς ποὺ διδάχθηκε παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Μεγάλου Ἐπισκόπου Φλωρίνης, τοῦ
ἀκάματου ἀγωνιστοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη, δὲν ἔδινε «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς, τοῖς βλεφάροις νυσταγμὸν
καὶ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις» (Ψαλμ. 131, 4). Περιόδευε ὡς ἄλλος Παῦλος τὴν ὑφηλίον
καὶ ἐφεύρισκε τρόπους νὰ δίνει χαρὰ στοὺς κρατουμένους. Ἦταν ὁ σύγχρονος ἱπτάμενος
ἱεραπόστολος. Στὶς φλέβες του ἔρρεε «αἷμα Χριστοῦ», οἱ κτύποι τῆς καρδιᾶς του ἦταν
«κτύποι Χριστοῦ», τὰ πόδια του, πόδια «τῶν εὐαγγελιζομένων τὴν ἀλήθειαν» καὶ ἡ
γλῶσσα του κιθάρα ἡδύμολπος ἀγάπης τοῦ «δι’ ἄφατον φιλανθρωπίαν ὑπομείναντος
σταυρὸν καὶ θάνατον» γλυκυτάτου μας Ἰησοῦ.
Ὁ
Γέροντας Γερβάσιος μᾶς ἄφησε ἱερὴ παρακαταθήκη. Νὰ μὴν θαυμάζουμε τοὺς
διάφορους ἐφευρέτες. Ὅλοι μας μποροῦμε νὰ γίνουμε ἐφευρέτες ἀγάπης, νὰ γίνουμε ἀχθοφόροι
της, νὰ γίνουμε Γερβάσιοι, γιὰ νὰ ἑλκύσουμε πάνω μας τὴν χάρη τοῦ Κυρίου μας καὶ
νὰ δοῦμε μιὰ κοινωνία ἀλλαγμένη, μιὰ κοινωνία χωρὶς ἀπομονώσεις, ἀλλὰ μὲ
πρόσωπα ποὺ ὁ ἕνας νὰ μοχθεῖ καὶ νὰ πονάει γιὰ τὸν ἄλλον.
Ὁ
Καλός μας Θεός, Αὐτὸς ποὺ θὰ μᾶς ἀναγνωρίσει κάποτε λέγοντάς μας «ἐν φυλακῇ ἤμην
καὶ ἤλθατε πρός με» (Ματθ. κε΄ 36), κάλεσε σήμερα κοντά Του, γιὰ νὰ τὸν ἀναπαύσει
ἀπὸ τὸν πολυχρόνιο μόχθο του, τὸν ἀκάματο ἱεραπόστολο τῆς ἀγάπης, τὸν ἐφευρέτη
τρόπων ἀνακουφίσεως τῶν κρατουμένων, τὸν
«Ἅγιο τῶν φυλακισμένων», τὸν Γέροντα Γερβάσιο.
Τὸν κάλεσε γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὸ στεφάνι τῆς νίκης, νὰ τὸν ἀναδείξει ὀλυμπιονίκη
τοῦ ἀγωνίσματος τῆς προσφορᾶς ἀγάπης χωρὶς ὅρια, χωρὶς διακρίσεις, χωρὶς ἐθνοφυλετικὲς
ταυτότητες, ἀφοῦ γιὰ τὸν Γέροντα Γερβάσιο ἦταν «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ.
γ΄ 11). Τὰ Νόμπελ δίνονται μὲ ἀνθρώπινα κριτηρία. Ὁ Γέροντας Γερβάσιος εἶναι ὁ
νομπελίστας τοῦ οὐρανοῦ.
Σεβαστέ
μου, Γέροντα Γερβάσιε, τὰ λουλούδια δὲν χρειάζοντα λόγια, γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖ ἡ ὀμορφιά
τους. Μόνα τους εἶναι ὄμοφρα καὶ ὀμορφαίνουν τὴ ζωή μας. Καὶ ἐσύ, λουλούδι
Χριστοῦ, λουλούδι εὔοσμο μέσα στὴν δυσωδία τῆς κοινωνίας μας, τὴν ὀμόρφαινεις, τὴν διακοσμοῦσες μὲ τὴν ζωή
σου. Σὲ εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅ,τι προσέφερες στὸν καθένα μας, στὴν κοινωνία μας, στὴν
Ἐκκλησία μας, στὴν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας, στὴν οἰκουμένη ὅλη, καὶ δοξάζουμε τὸν
Χριστό μας, γιατὶ μᾶς ἀξίωσε νὰ σὲ νοιώθουμε δικό μας ἄνθρωπο, νὰ παίρνουμε
θάρρος ἀπὸ τὸ θάρρος σου, δύναμη ἀπὸ τὴν δύναμή σου, πίστη ἀπὸ τὴν πίστη σου. Ὁ
Ἅγιος Ληστὴς τοῦ Γολγοθᾶ, σοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου. αὐτὴν ποὺ Ἐκεῖνος
ἄνοιξε μὲ τὸ «Μνήσθητί μου» (Λουκ. κγ΄ 42).
Μὲ τὴν παρρησία σου πρὸς τὴν ἄφατη Ἀγάπη, τὸ Κύριό μας, βοήθησε καὶ ἐμᾶς
νὰ βρεθοῦμε κοντά σου, ὅταν φθάσει καὶ ὁ δικός μας «χρόνος τῆς ἀναλύσεως» (Β΄
Τιμ. δ΄ 6).
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας