Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός Δάσκαλος-Κιλκίς

Νυχτώνοντας ἀκούστηκε ἕνας πυροβολισμὸς καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Παύλου: «στὴ μέση μὲ πῆρε παιδιά». Μπῆκε στὸ σπίτι καὶ φώναξε τὸν καπετὰν Πύρζα. Ὁ Νίκος Πύρζας ἔτρεξε κοντά του. Ὁ Παῦλος ἔβγαλε ἀπὸ τὸ λαιμὸ του τὸν σταυρὸ ποὺ φοροῦσε πάντοτε καὶ τοῦ λέει: «τὸ σταυρὸ νὰ τὸν δώσεις στὴ γυναίκα μου. Καὶ τὸ ντουφέκι τοῦ Μίκη. Καὶ νὰ τοὺς πεῖς ὅτι ἔκαμα τὸ καθῆκον μου...». Καὶ ζήτησε νὰ τὸν σκοτώσουν τὰ παλικάρια του γιὰ νὰ μὴν τὸν βροῦνε οἱ Τοῦρκοι ζωντανό. Σὲ λίγο ὅμως ξεψύχησε. Ἦταν Τετάρτη 13 Ὀκτωβρίου 1904. 

«Καὶ οἱ Ἕλληνες ξύπνησαν», γράφει ὁ Ἴων Δραγούμης, «γιατί ξύπνησαν τώρα μόνο; Ἐπειδὴ εἶναι τυφλοὶ οἱ ἄνθρωποι. Καὶ οἱ περισσότεροι γεννήθηκαν γιὰ νὰ εἶναι μικροί. Σπίθες κοντὲς εἶναι οἱ στιγμὲς ποὺ ξυπνοῦν καὶ νιώθουν τὴ μετριότητα ποὺ βαραίνει ἐπάνω τους… Τέτοια σπίθα τοὺς ἄναψε ὁ Παῦλος Μελάς. Ὅσοι συνηθίζουν νὰ συλλογίζονται, ἂς στοχασθοῦν πόσο μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἕλληνες ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ Παῦλος Μελάς, γιὰ νὰ καταφέρει νὰ τὴν ἀνάψει. Καὶ μὲ τὴν σπίθα ποὺ ἄναψε στὸν καθένα, πολλοὶ ἦταν τυφλοί, ὡς τὸν εἶδαν. Ἔτριψαν τὰ μάτια τους κάπως ξιππασμένοι καὶ εἶπαν μέσα τους, γιατί ντρέπονταν νὰ τὸ διαλαλήσουν: Ὥστε ὑπάρχει Μακεδονία, ἀφοῦ πῆγε ὁ Παῦλος Μελὰς καὶ σκοτώθηκε γι’ αὐτή! Καὶ ἄλλοι συμπέραναν:...
Ὥστε βρίσκονται ἀκόμα, μετὰ τὸ 1897, ἀξιωματικοὶ στὸ στρατὸ καὶ ζωὴ στὸ Ἔθνος!».

Σε καιροὺς σακάτικους σὰν τοὺς τωρινούς, ποὺ μᾶς περιζώνει ἡ χαμέρπεια καὶ πιάνουμε τὶς μύτες μας ἀπὸ τὶς παντοειδεῖς ἀναθυμιάσεις, παρηγοριὰ μονάχη κάτι σὰν ὑποσυνείδητη ὤθηση, εἶναι ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴν ἐθνική μας ἱστορία. Ὅπως ἔλεγε θυμόσοφα κάποιος καθηγητής μου στὸ πανεπιστήμιο «ἀφῆστε τὰ ὑποκείμενα καὶ καταπιαστεῖτε μὲ τὰ κείμενα», ἐννοώντας πὼς ἡ ἐντρύφηση μὲ τὴν ἱστορία προσφέρει τὸν ἀναζητούμενο ἀνασασμό. 

Ἂς μὴν λησμονοῦμε καὶ τὴν πασίγνωστη προγονικὴ ρήση «ὄλβιος ὅστις τῆς ἱστορίας ἔσχεν μάθησιν», εὐτυχὴς ὁ γνώστης τῆς ἱστορίας. Ἡ ἱστορία δίνει στὸν ἄνθρωπο, ποὺ συνηθίζει νὰ σκέφτεται καὶ ὄχι νὰ σκέφτονται ἄλλοι γι’ αὐτόν, ὅπως συμβαίνει στὰ κομματικὰ ποιμνιοστάσια, πολὺ πιὸ βαθύτερη καὶ πλούσια ἐμπειρία, ὥστε νὰ τὸν προετοιμάζει γιὰ κάθε γεγονὸς ἀτομικὸ ἢ καὶ γενικό (του ἔθνους, τῆς ἀνθρωπότητας) καὶ νὰ μὴν καταπλήσσεται γιὰ ὅσα συμβαίνουν. Ὁ ἀνιστόρητος, ὁ ἀμύητος παρουσιάζει ἀντιδράσεις πρωτόγονου στὰ διάφορα γεγονότα τῆς ζωῆς καὶ «πέφτει», ὅπως κοινότοπα λέγεται, «ἀπὸ τὰ σύννεφα». Ὁ ἱστορικὰ μορφωμένος, κατὰ τὸ δυνατόν, δὲν χάσκει ἐνώπιον τῶν «ραγδαίων ἐξελίξεων», ὅπως κάθε βράδυ «τσιρίζουν καὶ κοάζουν» οἱ ὅλο κόρδωμα καὶ ἔπαρση ἐπιβήτορες τῆς ἐξουσίας.
Αφιέρωμα, λοιπὸν τὸ σημερινὸ σημείωμα. Ὄχι, ἁπλῶς καὶ μόνον, ἐπετειακό. Δὲν εἶναι χρέος μνήμης. Εἶναι ἐξαναγκασμὸς μνήμης. Ἀφιέρωμα στὸν ἀητὸ τῆς Μακεδονίας, ποὺ ἔφτασε στὰ «κρημνὰ τῆς ἀρετῆς» (Κάλβος). Ἀρχοντόπουλο ἦταν, μὲ γυναίκα σπουδαία, κόρη τοῦ Δραγούμη, μετέπειτα πρωθυπουργοῦ, μὲ παιδιὰ μικρά, μπροστά του καριέρα καὶ μεγαλεία, ὅμως τάραζε τὰ σπλάχνα του ἡ σωτηρία τῆς Μακεδονίας.

«Ὡς ἀπὸ ἕνα βουνὸν 
ὁ ἀετὸς εἰς ἄλλο 
πετάει, κι ἐγὼ τὰ δύσκολα 
κρημνὰ τῆς ἀρετῆς 
οὕτω ἐπιβαίνω»,

γράφει στὶς «Ὠδὲς» του ὁ ὑπέροχος ἐθνικὸς ποιητὴς Κάλβος. Αὐτὸς ἦταν ὁ Παῦλος, «ἀετός», ποὺ ἄφησε τὶς ἀθηναϊκὲς δυσωδίες καὶ τὶς «ἄψογες στάσεις» τοῦ παλαιοκοματισμοῦ καὶ θυσιάστηκε. Θυσία καὶ ὄχι λόγια. Αὐτὸ εἶναι Ὀρθόδοξος Ἕλληνας. 

Ἔλεγαν τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ὅταν μία μάνα Ρωμηὰ γεννοῦσε ἀγόρι: «Νὰ σοὺ ζήσει, νὰ γίνει καπετάνιος, νὰ τοῦ γράψουν καὶ τραγούδι». «Μακαρία» ἡ μάνα του, τέτοιος ἦταν ὁ βλαστός της. Καπετάνιος, ὁ Μίκης Ζέζας καὶ τοῦ ἔγραψαν καὶ τραγούδια, ὁ λαὸς τὸν ἔκλαψε, «πάντα χλωρὸ νὰ σειέται τὸ χορτάρι». (Παλαμᾶς).

«Ἕνα πουλάκι ξέβγαινε ἀπ’ τὴ Μακεδονία./ Γιὰ τὴν Ἀθήνα διάβαινε γιὰ τοῦ Μελᾶ τὰ σπίτια./ Δὲν ἐλαλοῦσε σὰν πουλὶ οὐδὲ σὰν ἀηδόνι,/ παρὰ λαλοῦσε καὶ ἔλεγε ἀνθρώπινη κουβέντα:

- Τὸν Παῦλο τὸν ἐβάρεσαν».

Καὶ λαβωμένος «κράζει παλληκάρια» του καὶ τὰ γλυκομιλάει:/ Παιδιά μου, μὴ τρομάζετε, τὸ χάρο μὴ φοβάσθε/ τὰ παλληκάρια τὰ καλὰ /μον’ τὸν Θεὸ φοβοῦνται»
Τὸ ἴδιο ἔλεγε καὶ ὁ Κανάρης: «μόνο τὸν Θεὸ φοβᾶμαι»! (Ὅποιο νεοπαγανιστικὸ ἀπολειφάδι δὲν κατανοεῖ τί σημαίνει «φόβος Θεοῦ», ἂς μελετήσει κάποιον ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τοὺς ἀθεόφοβους καὶ ὁ λαός μάς τοὺς… φοβᾶται). Τοῦτος τὶς σάπιες, τῶν σάπιων, ἡμέρες, ἡ Μακεδονία, τὸ ὄνομά της, πάλι ξεβράζεται στὰ χείλη ἄνομων, παχυλῶν μετριοτήτων ποὺ –κακὴ τὴ ὥρα- κατέχουν τρανὰ πόστα. Πολὺ φοβᾶμαι, μήπως τώρα ποὺ ὁ λαὸς ἔχει πλήρης ἀποπροσανατολιστεῖ καὶ ἀποσβολωθεῖ μὲ τὴν φρικώδη κρίση καὶ τὰ συμπαρομαρτούντα της, «περάσει στὰ μουλωχτὰ» καὶ κάποιο μνημόνιο προδοσίας, ὁ δυσώνυμος συμβιβασμός.

Ἡ ἔνδεια καὶ ὁ συνοδὸς πανικὸς ἀφοπλίζουν, καθηλώνουν ἀντανακλαστικά, ὁδηγοῦν σὲ παραίτηση καὶ ἀδιαφορία. Οἱ μεγάλες τραγωδίες τῆς ἱστορίας τότε συμβαίνουν: ὅταν ταυτίζεται τὸ κράτος μὲ τὴν πατρίδα. Κράτος εἶναι οἱ μνημονιακοὶ λακέδες καὶ οἱ ζητωκραυγαστές τους. Πατρίδα εἶναι ὁ Παῦλος Μελὰς καὶ ὅσοι ἀντρειωμένοι κοσμοῦν τὸ Συναξάρι τοῦ Γένους μας. Μᾶς ἐξευτελίζουν, μᾶς ποδοπατοῦν, ἔβαλαν νεοταξικὰ καθάρματα-τρόικες-νὰ μᾶς διαφεντεύουν καὶ ἡμέτερους προσκυνημένους νὰ τοὺς δορυφοροῦν.

Μὴν χάσουμε ὅμως τὴ γῆ μας. Ὅ,τι κερδήθηκε μὲ αἷμα δὲν μπορεῖ νὰ ξεπουληθεῖ μὲ τὸ μελάνι μίας ὑπογραφῆς. Στὴν Μακεδονία μας, εἶναι θαμμένα, τὰ κόκαλα τὰ ἱερά τοῦ Παύλου Μελᾶ, θησαυρὸς πολυτίμητος. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὸν προδώσουμε; Ἕλληνες εἴμαστε! Νὰ πάρει ἡ εὐχή! ( Τὸ ἄρθρο γράφτηκε πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια καὶ οἱ χειρότεροι φόβοι μας ἤ, καλύτερα ἐφιάλτες μας, ἐπιβεβαιώθηκαν).

«Κάποτε», γράφει ὁ Στρατὴς Μυριβήλης, «μία μέρα ποὺ συζητοῦσαν δύο ἁπλοὶ ἄνθρωποι-δύο ψαράδες ἦταν-γιὰ τὴν πίεση ποὺ ἀσκοῦν οἱ μεγάλες δεξιὲς καὶ ἀριστερὲς δυνάμεις πάνω στὴν ζωὴ τοῦ τόπου γιὰ τὰ συμφέροντά τους, ὁ ἕνας ξεστόμισε μία φράση ποὺ μὲ ξαφνίασε. Εἶπε ὀργισμένος: -Ἂν μᾶς πιάσει καμμιὰ μέρα τὸ ἑλληνικό μας!». (πέρ. «Γνώσεις», Φεβρουάριος 1959, τεῦχος 14, σέλ. 4).

Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη «ἰδεολογία» ποὺ μᾶς ἀξίζει: τὸ ἑλληνικό μας! Καὶ αὐτὴ δὲν περιέχει λόγια, μόνο θυσίες, καὶ ὀνομάζεται Μάρκος Μπότσαρης καὶ Παῦλος Μελὰς καὶ Γρηγόρης Αὐξεντίου. Αὐτὸ τὸ «ἑλληνικό» μας εἶναι τὸ μόνο ποὺ δὲν φροντίζει νὰ καλλιεργήσει συστηματικὰ τὸ κράτος στὴν ψυχὴ τῆς νέας γενιᾶς, γιατί αὐτὸ εἶναι ποὺ φοβοῦνται οἱ ἐχθροί της πατρίδας καὶ αὐτὸ βάλθηκαν νὰ ὑπονομεύσουν μὲ χίλιους τρόπους. Οὔτε μία ἀναφορὰ στὰ βιβλία Γλώσσας Δημοτικοῦ καὶ Γυμνασίου στὸν Παῦλο Μελά. Ἕνα ποίημα, ἕνα δημοτικό... τίποτε. Θὰ βρεῖς τὸν Λεφάκη, τὸν ἀστρολόγο, θὰ βρεῖς 35 συνταγὲς μαγειρικῆς, σκύβαλα καὶ περιτρίμματα, ἀλλὰ τὸν Παῦλο «ποῦχε ταράξει τὴν Τουρκιά», δὲν θὰ τὸν βρεῖς. Στὴν «σάπια πολιτεία» ἔχουν τὰ πρωτεῖα, οἱ...σκυφτοί, οἱ τετραποδίζοντες, κατὰ τὸ ὡραῖο τὸ ποίημα τοῦ Βάρναλη.

«Πέτα τὴν ἀνθρωπιά σου 
Κι ἀπ’ τὸν ἀφέντη πιάσου 
Κι ἅμα σὲ φτύσει αὐτὸς 
νὰ κάθεσαι σκυφτὸς 
Καὶ θὰ ἔχεις τὰ πρωτεῖα 
στὴ σάπια πολιτεία».

Ζητείται Παῦλος Μελὰς καὶ σήμερα. Νὰ μᾶς ἀφυπνίσει, νὰ μᾶς συγκλονίσει, νὰ διαλύσει τὰ σάβανα ποὺ μᾶς καταπλακώνουν.