Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος (ὁ Καλλίδης) γεννήθηκε στὶς 24 Ἰανουαρίου τοῦ 1844 ἀπὸ εὐλαβεῖς γονεῖς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Εὐφροσύνη, στὸ Κούμβαο τῆς ἐπαρχίας Ἡρακλείας, τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης.
Ἀπὸ μικρὸς ἔδειξε κλίση πρὸς τὴν ἱερωσύνη καὶ ἔτσι προσλήφθηκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Μητροπολίτου Σηλυβρίας καὶ μετὰ Σεῤῥῶν Μελετίου Θεοφιλίδη τοῦ Θεσσαλονικέως, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔλαβε τὸν πρῶτο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης στὶς 26 Φεβρουαρίου τοῦ 1862. Μαθήτευσε μὲ ἐπιμέλεια στὰ λαμπρὰ ἐκπαιδευτήρια τῶν Σεῤῥῶν, μὲ Διευθυντὴ τὸν Ἰ. Πανταζίδη, τὸν μετέπειτα καθηγητὴ Πανεπιστημίου καὶ ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του στὴ Ῥιζάρειο Σχολὴ καὶ στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Ἐθνικοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Στὴν Ἀθήνα ὁ Μητροπολίτης Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος (1862-1873) τὸν προεχείρισε σὲ Ἀρχιδιάκονό του, ἐκτιμώντας τὴν προσωπικότητα καὶ τὰ σπάνια προσόντα του. Ἔτσι ἔλαβε μέρος στὴ δοξολογία γιὰ τὴν ἄφιξη τῆς νύμφης τότε βασίλισσας Ὄλγας καὶ ἀργότερα στὴ βάπτιση τοῦ διαδόχου Κωνσταντίνου. Κατὰ τὸ ἔτος 1873 βρίσκουμε τὸν Γρηγόριο Σχολάρχη στὴ Ῥαιδεστὸ, τὸ 1874 πρωτοσύγκελλο τοῦ Μητροπολίτου Ἡρακλείας Παναρέτου καὶ ἱεροκήρυκα, μέχρι νὰ λάβει τὸν τρίτο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης, ὀνομαζόμενος ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ στὶς 24 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1875.
Ὡς βοηθὸς ἐπίσκοπος τοῦ Μητροπολίτου Ἡρακλείας, μὲ πολλὴ σύνεση, μαζὶ μὲ τοὺς...
προκρίτους, διαφύλαξε τὴν πόλη τῆς Ῥαιδεστοῦ ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ 45 χιλιάδων Κιρκασίων κατὰ τὸν Ῥωσσοτουρκικὸ πόλεμο, μέχρι νὰ ὑποδεχθεῖ τοὺς Ῥώσσους. Στούς χρόνους τῆς βουλγαρικῆς ἐξαρχείας, ἀπεστάλη ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο στὴν Ἀνδριανούπολη ὡς ἔξαρχος, μετά τις ἐκεῖ βιαιότητες κατὰ τοῦ Μητροπολίτου Διονυσίου τοῦ Ε΄, τοῦ μετέπειτα Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου (1887-1891) γιὰ νὰ τὸν ἀντιπροσωπεύσει μιὰ καὶ αὐτὸς θὰ ἀπουσίαζε νοσηλευόμενος στὴν Κωνσταντινούπολη.
Μετὰ ἀπὸ τρίμηνη παραμονὴ στὴν Ἀνδριανούπολη ,ἐξελέγη στὶς 12 Μαῒου τοῦ 1879 Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωακεὶμ τὸ Γ΄ τὸν μεγαλοπρεπῆ κατὰ τήν πρώτη πατριαρχεία του. Τὴν ἐπαρχία τῆς Τραπεζοῦντος ὁ Γρηγόριος Καλλίδης ἐποίμανε γιὰ πέντε χρόνια καὶ ἀναδείχθηκε ἄξιος διάδοχος τῶν ἀειμνήστων προκατόχων του, ποὺ λάμπρυναν τὸν μητροπολιτικὸ αὐτὸ θρόνο τῶν Κομνηνῶν καί τῆς Τραπεζοῦντος. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεως του ἐπιμελήθηκε τοῦ ἔργου τῆς περιφρουρήσεως τοῦ ποιμνίου του ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν περιοίκων μεταναστῶν Τούρκων.
Ὁμοίως μερίμνησε καὶ περὶ τῆς ἐλαττώσεως τῆς βαριᾶς φορολογίας τῶν χριστιανῶν. Ἀποκατέστησε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια μεταξὺ τοῦ ποιμνίου του καὶ ἀνασυνέταξε τοὺς κοινοτικοὺς κανονισμοὺς τῆς ὀρθόδοξης κοινότητας τῶν Ῥωμηῶν. Μὲ τὴν βοήθεια τῶν μεγάλων εὐεργετῶν Θεοφυλάκτου καὶ Φωκίωνος Κιούση, δημιούργησε προσοδοφόρα κτήματα ἀπὸ τὰ ἔσοδα τῶν ὁποίων νὰ καλύπτεται ὁ προϋπολογισμὸς τῶν σχολείων. Γι᾿ αὐτὴ μάλιστα τὴν ἐνέργειά του τὸν συνεχάρη τὸ Πατριαρχεῖο μὲ προσωπικὴ ἐπιστολὴ στὶς 13 Ἰουνίου 1880. Ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας του στὴν Τραπεζοῦντα τὸ 1879, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀπέσπασε τὶς ἐξαρχίες τῶν τριῶν Σταυροπηγιακῶν Μονῶν Σουμελᾶ, Βαζελῶνος καὶ Περιστερεώτα, τὶς ὑπήγαγε στὴν ἄμεση διοίκηση τῆς μητροπόλεως Τραπεζοῦντος, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς καλύτερης συγκροτήσεως καὶ προκοπῆς τῶν Χριστιανῶν.
Εἰς τὸν Τραπεζοῦντος Γρηγόριον Καλλίδην ἀνετέθη ἀπὸ τὴ Μεγάλη Ἐκκλησία μὲ συνοδικὸ γράμμα στὶς 22 Ὁκτωβρίου 1879 ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωακεὶμ Γ΄ καὶ τὸ καθῆκον τῆς ἐποπτείας τῶν τριῶν αὐτῶν Σταυροπηγιακῶν Μονῶν, ὁπότε καὶ ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση νὰ τὶς ἐπισκέπτεται σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα.
Ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιον ὅμως τοῦ 1886, ἡ ἐποπτεία τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς περιῆλθε καὶ πάλι στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σουμελᾶ. Τὸν Τραπεζοῦντος Γρηγόριο Καλλίδη, ὁ ὁποῖος ἐξελέγη στὸ θρόνο τῆς ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, διαδέχθηκε στὶς 29.12.1884 ὁ ἀπὸ Φιλιππουπόλεως μετατεθεὶς Γρηγόριος ὁ Γ΄ ὁ Λέσβιος. Ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Μητροπολίτου Γρηγορίου στὴ Θεσσαλονίκη ἔγινε στὶς 20 Μαρτίου τοῦ 1885 μέσα σὲ κλίμα ἐνθουσιασμοῦ. Κατά τὴν περίοδο τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Γρηγορίου Καλλίδη, βρισκόταν σὲ κορύφωση τὸ κοινοτικὸ ζήτημα τῆς Θεσσαλονίκης, μὲ ἔντονες διενέξεις ποὺ εἶχαν νὰ κάνουν μὲ τὴν ἐκλογὴ τῶν τοπικῶν ἀρχόντων τῆς πόλης .
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἄρχισαν νὰ ἀποδυναμώνονται οἱ εὔποροι συντεχνίτες ποὺ διεκδικοῦσαν μιὰ ἀδιαφιλονίκητη ἐκλογὴ στὴ δημογεροντία καὶ τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς κοινότητας. Τὰ ἰσχυρὰ μέλη τῶν κοινοτικῶν ὀργάνων τῆς περιοχῆς, ἦταν ἔμποροι, κτηματίες, δικηγόροι καὶ γιατροί. Οἱ ἡγέτες τοῦ συντεχνιακοῦ κόσμου ζητοῦσαν ἐπίμονα νὰ ἀλλάξουν τοὺς ὄρους τοῦ ἐκλογικοῦ παιχνιδιοῦ, ποὺ πιὰ δὲν τοὺς εὐνοοῦσε. Ξέσπασαν ἔτσι οἱ γνωστὲς διαμάχες τῆς δεκαετίας τοῦ 1880 ποὺ κατέληξαν στὴ μετάθεση τοῦ Μητροπολίτου Γρηγορίου Καλλίδου. Ὡστόσο οἱ κοινοτικὲς διενέξεις ποὺ εἶχαν ξεκινήσει πολὺ πρὶν τὴν περίοδο της ἀρχιερατείας τοῦ Γρηγορίου, ἀλλὰ διήρκησαν καὶ ἀρκετὰ μετά, ἔγιναν αἰτία νὰ μετατεθοῦν ἀκόμη δύο Μητροπολίτες, ὁ Καλλίνικος Φωτιάδης (1878-1883) καὶ ὁ Ἀθανάσιος Μεγακλῆς (1893-1900).
Οἱ Στ. Ἰωαννίδης, Δ. Βλάτσης καὶ Κ. Σφήκας ἦταν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν συντεχνιῶν ,τῶν ἀσθενεστέρων πλέον τάξεων τῆς πόλης, ποὺ ὑποστήριξε ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συκοφαντηθεῖ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ νὰ κυκλοφορήσει τὸ 1888 ἀπὸ τὶς ἀντίπαλες μερίδες, ῥυπαρογραφικός ἀνώνυμος λίβελος ἀνόσιας κατηγορίας κατά τοῦ Μητρ. Γρηγορίου, λίγο πρὶν τὴν δίκη ποὺ θὰ γινόταν στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ διαλευκάνει τὴν ὑπόθεση. Στὶς 29 Ἀπριλίου τοῦ 1889 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀθώωσε πανηγυρικὰ τὸν ἀνεξίκακο Μητροπολίτη Γρηγόριο. Οἱ κατήγοροὶ του δὲν προσῆλθαν καθόλου στὴ δίκη. Οἱ ἐκπρόσωποι κατήγοροι του ἦταν οἱ Θ. Γεωργιάδης, Γ. Γράβαρης, Τ. Παπαγεωργίου.
Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι, ὁ Ἀλφρέδος Ἄμποττ, γόνος παλιᾶς καὶ πλούσιας οἰκογένειας, ὅπως καὶ ὁ Σταῦρος Χατζηλαζάρου,εἶχαν ταχθεῖ μαζί μέ τόν Μητροπολίτη τους ὑπὲρ τῆς φτωχῆς μερίδας τῶν συντεχνιῶν. Μετὰ τὴν ἀθώωσή του ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος δικαιωμένος παραμένει στὴν Κωνσταντινούπολη, μὴ θέλοντας νὰ ἐπιστρέψει στὴ Θεσσαλονίκη καὶ παραιτούμενος θέτει τὸν ἑαυτό του στὴ διάθεση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὁπότε καὶ ἐκλέγεται Μητροπολίτης Ἰωαννίνων στὶς 28 Σεπτεμβρίου τοῦ 1889. Ὡς Μητροπολίτης Ἰωαννίνων κλήθηκε ἀριστίνδην συνοδικὸ μέλος καὶ ἔρχεται πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1892.
Στὴ θέση του ἀφήνει τὸν πρωτοσύγκελλό του Πανάρετο, ποὺ στὴ συνέχεια ἐκλέγεται διαδοχικά, ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ καὶ χωρεπίσκοπος Ταταούλων. Στὴ Βασιλεύουσα Πόλη ὁ Γρηγόριος διετέλεσε πρόεδρος τῆς διευθύνουσας ἐπιτροπῆς τοῦ πατριαρχικοῦ τυπογραφείου, πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς διαχείρισης τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων καὶ μέλος τῆς Ἐφορίας τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς. Ἰδιαίτερα ἀξιοσημείωτη ὑπῆρξε ἡ δράση του ὡς προέδρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου τῶν Πατριαρχείων.
Στὰ Ἰωάννινα ἐπέστρεψε καὶ πάλι τὸν Μάιο τοῦ 1894. Κατὰ τὸν πόλεμο τοῦ 1897 μαζὶ μὲ τοὺς γενικοὺς προξένους προφύλαξε τὴν πόλη τῶν Ἰωαννίνων ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁπότε καὶ τιμήθηκε παρὰ τοῦ Ἀντιβασιλεύοντος Διαδόχου Κωνσταντίνου μὲ τὸ παράσημο τῶν Ἀνωτέρων Ταξιαρχῶν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, λαμβάνοντας συγχρόνως ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα τῆς Ῥωσσίας τὸν μεγαλόσταυρο τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τοῦ Μαυροβουνίου τὸν μεγαλόσταυρο Δανιήλου.
Ἄς σημειωθεῖ ἐδῶ καὶ ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀξίας τοῦ Ἱεράρχου καὶ ἀπὸ τὴν Τουρκικὴ πλευρὰ ἐνωρίτερα, ὅταν τιμήθηκε ἀπὸ τὸν Σουλτάνο τὸ Νοέμβριο τοῦ 1885, μὲ τὸ ἐπίσημο παράσημο Ὀσμανιὲ Β΄ τάξεως. Διετέλεσε συνοδικὸς ἐπὶ τῶν Πατριαρχῶν Νεοφύτου τοῦ Η΄, Κωνσταντίνου Ε΄ καὶ Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄ καὶ ἔγινε πρόεδρος τοῦ Ἐθνικοῦ Συμβουλίου, ὁπότε καὶ ἔλαβε τὸν σερβικὸ μεγαλόσταυρο τοῦ Ἁγίου Σάββα. Στὶς 22 Μαῒου τοῦ ἔτους 1902 ὁ Πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ΄, προεβίβασε τὸν Γρηγόριο στὴ γεροντικὴ Μητρόπολη Ἡρακλείας καὶ Ῥαιδεστοῦ, στὴ θέση τοῦ Ἱερωνύμου γιὰ νὰ ἐκλεγεῖ στὰ Ἰωάννινα ὁ Νικαίας Σωφρόνιος. Οἱ ἄλλοι συνυποψήφιοι γιὰ τὴν Μητρόπολη Ἡρακλείας ἦταν ὁ Ἀμασείας Ἄνθιμος καὶ ὁ Βεῤῥοίας Κωνσταντῖνος.
Ὁ πρώην Ἡρακλείας Ἱερώνυμος κατεστάθη καὶ πάλιν Μητροπολίτης Νικαίας. Στὴ διοίκηση τῆς ἐπαρχίας του, ἐκτὸς τῶν περιοχῶν Ῥαιδεστοῦ καὶ Χαριουπόλεως διώρισε ἐπισκόπους, τὸν ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ Γερμανό στὰ τμήματα Ἡρακλείας καὶ Τυρολόης καὶ τὸν ἐπίσκοπο Χαριουπόλεως Φιλόθεο στὰ τμήματα Κεσσάνης, Μαλγάρων καὶ Μακρᾶς Γέφυρας. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἡρακλείας ποὺ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν πρωτόκλητο Ἀπόστολο Ἀνδρέα, ὑπῆρξε ἡ πρωτεύουσα Μητρόπολη στὴ Θράκη καὶ σ᾿ αὐτὴν ὑπαγόταν καὶ ἡ ἐπισκοπὴ Βυζαντίου, ἡ μετέπειτα Κωνσταντινούπολη.Στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας το 451, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀνυψώθηκε σε Νέα Ρώμη.
Ὁ Μητροπολίτης Ἡρακλείας ὅμως διατηροῦσε τό δικαίωμα, να ἐγχειρίζει στὸν ἑκάστοτε Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη τὴν πατριαρχικὴ ράβδο. Στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του στὴν Μητρόπολη Ἡρακλείας ἀνεκόμισε καὶ παρέδωσε σὲ Οὐγγρικὴ ἀντιπροσωπεία, τὰ ὁστὰ τοῦ πρίγκιπα τῆς Τρανσυλβανίας Φραγκίσκου τοῦ Β΄, τοῦ Ῥακότση καὶ ἄλλων Οὔγγρων ἐξορίστων ,κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΗ΄ αἰώνος μετὰ τὴν εἰρήνη τοῦ Κάρλοβιτς, ποὺ ἦταν θαμμένα στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας τῆς Ῥευματοκράτειρας. Τότε τιμήθηκε ἀπὸ τὴν Αὐστριακὴ Κυβέρνηση μὲ τὸν μεγαλόσταυρο τοῦ Φραγκίσκου Ἰωσήφ. Στὴν πενταετία 1902-1907 ,ὁ Μητροπολίτης Ἡρακλείας Γρηγόριος μὲ τὴν βοήθεια Ἑλλήνων διπλωματῶν, κατάφερε νὰ προφυλάξει τὴν ἐπαρχία του ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς Οὐνίας, ἡ ὁποία ἀπὸ τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα εἶχε κάνει τὴν ἐμφάνισή της στὴν περιοχὴ, ὅπως κι ἀπ᾿ τὴν δράση τῶν Βουλγάρων ἐξαρχικῶν.
Στὴ Ῥαιδεστὸ κατέθεσε τὸν θεμέλιο λίθο τοῦ κτιρίου τοῦ Θρακικοῦ Φιλεκπαιδευτικοῦ Συλλόγου τὸ 1873, τοῦ κεντρικοῦ παρθεναγωγείου «τὰ Θεοδωρίδεια», τοῦ κεντρικοῦ Ἀῤῥεναγωγείου «Γεωργιάδειον», τοῦ Νηπιαγωγείου Κουρνάλειος «Γεωργιάδειον» καὶ τῆς μεγάλης ἀποθήκης στὴν ἀποβάθρα τῆς πόλης. Ἀγόρασε καὶ ἐπισκεύασε τὴν οἰκία Γιάγκου καὶ τὴ δώρησε ὡς Μητροπολιτικὸ μέγαρο στὴν κοινότητα Ῥαιδεστοῦ, ὑπὸ τὸν ὅρο νὰ δίνει ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης στὸ σχολικὸ ταμεῖο 35 χρυσὲς λίρες κάθε χρόνο.
Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἑλληνικὴ κοινότητα τῆς Ῥαιδεστοῦ εἶχε ἀναγράψει τὸ ὄνομά του στὸν ἐπίσημο κώδικά της καὶ τὸν ἀνακήρυξε Μεγάλο Εὐεργέτη της. Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος κατέθεσε χρήματα στὴν Ἐθνικὴ Τράπεζα, πρὸς συντήρηση τοῦ δασκάλου τῆς πατρίδας του Κουμβάου, ἡ ὁποία ὀνόμασε τὴ δημοτικὴ σχολὴ της «Καλλίδειον». Στὴ Ῥαιδεστὸ μετὰ ἀπό πολυώδυνο καί μαρτυρικὸ βίο, εἶδε ἀπελαυνομένους τοὺς περισσότερους χριστιανοὺς τῆς Θράκης. Συνεργάστηκε μὲ τοὺς ὁμογενεῖς Ἀρμένιους, Τούρκους καί Ἰουδαίους γιὰ νὰ μὴ δεινοπαθήσει ἡ Ῥαιδεστὸς καὶ ἀξιώθηκε νὰ ὑποδεχθεῖ στὶς 7 Ἰουλίου τοῦ 1920 τὸν Ἐλευθερωτὴ Ἑλληνικὸ Στρατὸ τῆς μεραρχίας τῆς Σμύρνης καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα τὸν νεαρὸ βασιλιᾶ Ἀλέξανδρο. Διετέλεσε πρῶτο μέλος τῆς θρακικῆς ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων, Μουσουλμάνων, Ἀρμενίων καὶ Ἰουδαίων, ἡ ὁποία ὑπέβαλε τὴν εὐγνωμοσύνη της στὸν βασιλιὰ Ἀλέξανδρο καὶ στὴν Κυβέρνηση Βενιζέλου καὶ ἔλαβε μέρος στὸν ἑορτασμὸ τῶν Ἐθνικῶν Ἐπινικείων.
Μετέβη γιὰ δεύτερη φορὰ στὴν Ἀθήνα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ βασιλιὰ Ἀλέξανδρου μὲ τοὺς πνευματικοὺς Ἀρχηγοὺς καὶ Ἀντιπροσώπους τῶν κοινοτήτων τῆς Θράκης, γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ βασιλιὰ Κωνσταντίνου. Περιῆλθε τὴ Θεσσαλία καὶ τήν Μακεδονία παροτρύνοντας καὶ ἐνθαῤῥύνοντας τὴν ἐπάνοδο τῶν ἐκεῖ προσφύγων Θρακῶν στὶς πατρίδες τους, σὲ συνεννόηση μὲ τὸν ὑπουργὸ περιθάλψεως. Πῆρε μέρος στὴ Σύνοδο Ἱεραρχῶν Παλαιῶν καὶ Νέων Χωρῶν τὸ 1921 στὴν ὁποία προήδρευσε ἔχοντας τὰ πρεσβεῖα, ἔναντι ὅλων τῶν Συνέδρων. Τέλος, παρὰ τὴν προχωρημένη ἡλικία του, συνέχισε ἐργαζόμενος ἀκούραστα στὴ θρακικὴ ἔπαλξη γιὰ τὴν πνευματικὴ κατάρτιση τοῦ ποιμνίου του συναπολαμβάνοντας μέ αὐτὸ τὴ δωρηθεῖσα ἐλευθερία τῆς Θράκης.
Τὶς δόξες ὅμως αὐτὲς καὶ τὶς τιμὲς, ἦλθε νὰ ἀφανίσει ἡ μαύρη συμφορά, ὁ χαλασμὸς τοῦ 1922 ποὺ ξερίζωσε τὸν προαιώνιον ἑλληνισμὸν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης ἀπ᾿ τὶς πατρογονικὲς ἑστίες. Ἔτσι ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος μὲ τὴν προσφυγικὴ ῥάβδο σὰν ἄλλος Μωϋσῆς, μεγαλόψυχος παρήγορος τοῦ ἐκτοπιζομένου ποιμνίου του, τοὺς ὁδήγησε μὲ ἀσφάλεια στὴν Ἑλλάδα. Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του τὰ πέρασε στὴ Θεσσαλονίκη σχολάζων χωρὶς νὰ θελήσει νὰ ἀναλάβει νέα Μητρόπολη.
Στὶς 12 Ἀπριλίου (Κυριακὴ τῶν Βαῒων) τοῦ 1925 ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Ἀλεξιάδης καὶ ἡ κοινότητα τῆς Θεσσαλονίκης τίμησαν τὸν Μητροπολίτην Γρηγόριο μὲ ἀφορμὴ τὴν συμπλήρωση πενήντα ἐτῶν θεοφιλοῦς καὶ ἐθνωφελοῦς ἀρχιερατείας. Μετὰ ἀπὸ πανηγυρικὴ Θεία Λειτουργία ἀκολούθησε αὐτὴ ἡ σεμνὴ τελετὴ στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ παρουσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντίνου, Μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐκπροσώπων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους στρατιωτικῶν καὶ τοπικῶν ἀρχόντων. Τὸ περιοδικὸ «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» ἀφιέρωσε τὸν θ΄ τόμο του (1925) στὸν Μητροπολίτη Γρηγόριο Καλλίδη μὲ ἀφορμὴ τὴ συμπλήρωση τοῦ Ἰωβηλαίου τῆς ἀρχιερατείας του.
Ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Ἡρακλείας καὶ Ῥαιδεστοῦ, μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ τὰ μεσάνυχτα τῆς Πέμπτης 23 Ἰουλίου τοῦ 1925. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία του ἔγινε μὲ περισσὴ μεγαλοπρέπεια ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, τὸν Καμπανίας Διόδωρο, τὸν Ἀπολλωνιάδος Ἰωακεὶμ καὶ τὸν Κασσανδρείας Εἰρηναῖο στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης. Παρέστησαν ἐπίσης οἱ Μητροπολίτες Σεῤῥῶν Κωνσταντῖνος καὶ Σιδηροκάστρου Νεόφυτος, ὁ Ἀρμένιος ἐπίσκοπος, ἐκπρόσωπος τῆς Ἀρχιῤῥαβινείας, πλῆθος ἐπισήμων καὶ ὁ πιστὸς τοῦ Θεοῦ λαός. Ἡ σορός του μὲ πομπή, κατέληξε στὸ νεκροταφεῖο τῆς Εὐαγγελιστρίας ὅπου κηδεύτηκε δημοσίᾳ δαπάνῃ.
Στὶς 20 Ὀκτωβρίου 1979 ὁ Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κύριος Παντελεήμων ὁ Β΄, ἔκανε τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του τὰ ὁποῖα βρέθηκαν νὰ εὐωδιάζουν καὶ νὰ ἐπιτελοῦν ἀπὸ τότε πλῆθος θαυμάτων. Μετὰ ἀπὸ ἐνέργειες τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυροῦ Παντελεήμονος τοῦ Β΄, στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔγινε μὲ πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ πράξη στὶς 22 Μαῒου 2003, ἡ ἐπίσημη κατάταξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου στὸ ἁγιολόγιο τῆς κατὰ Ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ὁρίστηκε ἡμέρα μνήμης του ἡ 25 Ἰουλίου (ἡμέρα κοιμήσεώς του) καὶ ἡ 20η Ὀκτωβρίου (ἐπέτειος τῆς ἀνακομιδῆς του) ὡς δεύτερη ἑορτή του. Τὴν Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πράξη, ἐκόμισε ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος ὁ Α΄ μέ πατριαρχική συνοδεία, ὁ ὁποῖος προέστη καὶ στὴν ἀκολουθία – δοξολογία τῆς κατατάξεως τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου στὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὶς 29 Μαῒου 2003.