Νὰ ἀπαντήσουν οἱ δωσίλογοι, οἱ προδότες ὄχι στὰ ὄργανά τους, τὰ κομματικά, ἀλλὰ στὶς ἱερὲς σκιὲς τῶν ἠρώων τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων. Μὲ τὶς πέτρες πολεμοῦσαν οἱ ἀετοί μας, γιὰ νὰ διώξουν τοὺς προγόνους τῶν σκοπιανῶν, τοὺς κομιτατζῆδες. Μὲ τὶς πέτρες...Θὰ βγοῦν ἀπὸ τὰ μνήματα καὶ θὰ θρηνοῦν γιὰ τὴν κατάντιά μας... 

Τὸ παρὸν ἄρθρο εἶναι ἀφιερωμένο σ’ ἕναν ἄγνωστο ἥρωα. Σ’ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς χιλιάδες, ποὺ ὅταν τὸ καλέσει ἡ στιγμή, φανερώνουν τὴν ξεχωριστὴ ψυχική τους ἁρματωσιά. Σπαρμένη ἡ ἠρωοτόκος ἑλληνικὴ γῆ μὲ τα κόκκαλα τὰ ἱερὰ τέτοιων ἀνθρώπων. Τέτοιοι ἀντρειωμένοι, ποὺ ὁ θάνατός τους θάνατος δὲν λογιέται, ἀνάγκασαν τὸν ποιητὴ νὰ πεῖ πὼς ὅταν θέλουμε νὰ καυχηθοῦμε, τέτοιους βγάζει τὸ ἔθνος μας θὰ λέμε. Γιὰ τὸν ταγματάρχη Ἰωάννη Βελισσαρίου ὁ λόγος, ποὺ ἡ προτομὴ του κοσμεῖ καὶ τὸν λόφο τῆς...
ἔνδοξης μάχης τοῦ Κιλκίς. Γόνος πλούσιας οἰκογένειας, γεννιέται τὸ 1861 στὴν Κύμη τῆς Εὐβοίας. Μεγαλώνει σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἡ Ἑλλάδα, ἐξαρτημένη, ἀνάπηρη καὶ ὑποτελὴς στοὺς ξένους, προσπαθεῖ νὰ ἁπλωθεῖ, νὰ μεγαλώσει τὰ ἀξιοθρήνητα σύνορά της, τὰ ἐδαφικὰ ψυχία ποὺ τῆς παραχώρησαν οἱ κακουργηματικὲς Μεγάλες Δυνάμεις. 

Πνίγεται ὅμως ὁ ἀγωνιστικὸς δυναμισμὸς τοῦ λαοῦ, ἐξαιτίας τῶν ξενοχειροτονημένων μοναρχιῶν καὶ τῶν διεφθαρμένων κυβερνήσεων. Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ σαβανώνει τὴν πατρίδα τὸ δόγμα «τῆς μικρᾶς, ἐντίμου» καὶ ἀξιολύπητης Ἑλλάδος, τὸ ὁποῖο, μετὰ τὴν περίοδο 100 ἐτῶν, ἐπαναλαμβάνεται γιατί καὶ τώρα μᾶς κυβερνοῦν τὰ ἀπολειφάδια τοῦ παλαιοκομματισμοῦ καὶ τῆς ὑποτέλειας. Ὁ 19ος αἰώνας κλείνει μὲ τὴν συμφορὰ τοῦ ψευτοπολέμου τοῦ 1897. Ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους ποὺ διακρίνονται στὸν ἀτιμωτικὸ αὐτὸ πόλεμο εἶναι ὁ ὑπολοχαγός, τότε, Βελισσαρίου, ποὺ κρατάει τὴν θέση του στὰ στενὰ τῆς Μελούνας, ὅταν ὁλόκληρη ἡ 2η ταξιαρχία ἐγκαταλείπει πανικόβλητη τὸ πεδίο τῆς μάχης. 

Ἡ συμφορὰ τοῦ ’97 ἀφυπνίζει ὅμως τὴν χώρα. Οἱ Ἕλληνες ἀντιλαμβάνονται πὼς «καλύτερα νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον μὲ ἐξαπλωμένην χείρα ψωμοζητοῦντες-παρὰ προστάτας νὰ’χωμεν» (Κάλβος). Ἡ πατρίδα πρέπει νὰ ὀρθοποδήσει μὲ τὶς δικές της κυρίως δυνάμεις. Ἔτσι ὁ στρατὸς καὶ ὁ στόλος ἀναδιοργανώνονται, τὸ θαῦμα τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων ἀχνοφέγγει. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1912 ἀρχίζει ἡ ἐπικὴ ἐξόρμηση τοῦ ἔθνους. 

Στὸ Σαραντάπορο μαθαίνουν ὅλη τὴ «βελισσαρικὴ» ὁρμή. Χωρὶς ὑποστήριξη πυροβολικοῦ ὁρμᾶ κατὰ τῶν Τούρκων, γεγονὸς ποὺ ἀναγκάζει τὸν ἀρχιστράτηγο Κωνσταντῖνο νὰ τὸν ἀποκαλέσει «τρελὸ» καὶ νὰ του ἀφαιρέσει γιὰ λίγο τὴν διοίκηση τοῦ τάγματός του. (Ὁ Κολοκοτρώνης ἔλεγε πὼς «ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελούς, ὅταν ξεκινήσαμε νὰ κάμουμε τὴν Ἐπανάσταση». «Ὅλα τὰ εἶχα προβλέψει, τὰ εἶχα σκεφθεῖ, ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τρέλα τῶν Ἑλλήνων», ἔλεγε καὶ ὁ Νικόλαος Ἰβανώφ, ἀντιστράτηγος, διοικητὴς τῆς 2ης Βουλγαρικῆς Στρατιᾶς, μετὰ τὴν ἥττα του στὸ Κιλκίς. 

Κάποιοι «τρελοί» μᾶς ἀπελευθέρωσαν καὶ κάποιοι «γνωστικοὶ» Γραικύλοι κρατοῦν τὴν Ἑλλάδα βυθισμένη στὴν ἀνυποληψία τῆς «ἑλληνοτουρκικῆς φιλίας»). Τὸ ἄστρο τοῦ ἥρωα, λάμπει στὴν μάχη τοῦ Μπιζανίου, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1913. Ἐκεῖ ἀκούστηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ θρυλικὸ σύνθημα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ «ἀέρα», ἀντικαθιστώντας τὸ στρατιωτικὸ παράγγελμα «ἐμπρὸς διὰ τῆς λόγχης». (Ἐπειδὴ οἱ ὀβίδες τοῦ τουρκικοῦ πυροβολικοῦ «ἐπίαναν ἀέρα», δὲν ἔβρισκαν στόχο, οἱ εὔζωνοι εἰρωνεύονταν αὐτὸ τὸ γεγονός). 

Ἐκεῖ στὰ Γιάννενα δύο εὐζωνικὰ τάγματα, τοῦ Βελισσαρίου (9ο) καὶ τοῦ Ἰατρίδη, ἀναγκάζουν κυριολεκτικὰ τὸν Τοῦρκο διοικητὴ Ἐσσὰτ πασὰ νὰ παραδώσει τὴν πόλη. Στὸ περιοδικὸ «ΤΟΤΕ», τεῦχος 60ο διαβάζουμε: «Στὶς 3 τὸ πρωὶ τῆς 21ης Φεβρουαρίου τοῦ 1913, ὁ Βελισσαρίου ὁδήγησε ὁ ἴδιος τὴν ἐπιτροπὴ τοῦ Ἐσσὰτ στὸ Γενικὸ Στρατηγεῖο. Ὁ Κωνσταντῖνος μόλις τὸν εἶδε ἀπόρησε. Ὀργισμένος τοῦ λέει: «-τί θέλεις τέτοια ὥρα ἐδῶ; Ποῦ ἄφησες τὸ τάγμα σου»; Ἀπαντᾶ: «Νὰ σᾶς φέρω τὰ Γιάννενα». Κι ὁ Κωνσταντῖνος τοῦ εἶπε εἰρωνικά, νομίζοντας πῶς παραφρόνησε: «Μὲ τὶς μαοῦνες τῆς λίμνης;». «Ὄχι, μὲ τὰ φτερὰ τῶν εὐζώνων μου», ἀπαντᾶ ὁ Βελισσαρίου. 

Ὁ διάδοχος βλέποντας τὴν ἐπιτροπὴ τῶν Τούρκων, κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ. «Ἀλήθεια Βελισσαρίου θέλεις ράπισμα, ἀλλὰ θέλεις καὶ φίλημα, ἀγαπημένε τρελέ», θὰ τοῦ πεῖ συγκινημένος. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν Δεύτερο Βαλκανικό, θὰ συναντήσει ὁ Βελισσαρίου τὸν αἰχμάλωτο Τοῦρκο φρούραρχο τῶν Ἰωαννίνων Βεχὴπ μπέη σὲ μία ἔπαυλη στὴν Κηφισιά. «Μοῦ ἔκαμε μεγάλη ἐντύπωση ἡ γενναιότητά σας», εἶπε ὁ Τοῦρκος στρατηγὸς σὲ ἄψογα ἑλληνικά. «Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ εἴχατε φονευθεῖ ἢ καὶ νὰ αἰχμαλωτιστεῖ μὲ τὸ παράτολμο ἐκεῖνο ἐγχείρημά σας, νὰ εἰσχωρήσετε πίσω ἀπὸ τὶς γραμμὲς τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ». Ἀπαντᾶ ὁ ἀνδρεῖος ἀξιωματικός: «Νὰ φονευθῶ ναί, ἀλλὰ νὰ αἰχμαλωτισθῶ, αὐτὸ δὲν θὰ συνέβαινε ποτέ». 

Στὴν μάχη τοῦ Κιλκὶς πολεμοῦν πλάι πλάι οἱ μονάδες τοῦ συνταγματάρχη Ἰωάννη Παπακυριαζῆ καὶ τοῦ ταγματάρχη Ἰωάννη Βελισσαρίου. Οἱ δύο ἄντρες εἶναι συγγενεῖς, «μπατζανάκια». Μεταξύ τους ἁμιλλῶνται ποιὸς θὰ ἐπιδείξει τὴν μεγαλύτερη γενναιότητα. Σημειώνει ὁ στρατηγὸς Πάγκαλος στὰ «ἀπομνημονεύματά» του. «…Ἤρξατο τότε σφοδρότατος καταιγισμὸς πυρός, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου οἱ ἔξι λόχοι τοῦ Βελισσαρίου, προχωροῦντες ταχέως ἔφθασαν εἰς ἀπόστασιν ἑφόδου ἀπὸ τῆς πρώτης γραμμῆς τῶν βουλγαρικῶν ὀρυγμάτων. Καὶ εἶδον τὸ ἀλησμόνητο θέαμα τῆς ἑφόδου τῶν εὐζωνικῶν λόχων τοῦ Βελισσαρίου, οἱ ὁποῖοι ὑπὸ τοῦ διοικητοῦ τῶν, ὅρμησαν ἀκάθεκτοι καὶ μὲ βροντώδεις ἀλαλαγμοὺς ἐπὶ τῆς πρώτης ὀφρύος λόφου βουλγαρικῶν χαρακωμάτων…Ὁ ἀγὼν ὑπῆρξεν μεγαλειώδης. Οἱ Βούλγαροι ἀνετράπησαν ἢ ἐξοντώθηκαν διὰ τῆς λόγχης. Αὐτὸ ἦτο τὸ μεγαλύτερον κατόρθωμα τοῦ Βελισσαρίου καὶ μὲ δικαίαν ὑπερηφάνειαν ἐφώναξεν εἰς τὸν λοχαγὸν Ζήραν, ἄλλον γενναῖον, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσεν εἰς τὸ σύνταγμα τοῦ Παπακυριαζῆ, τοῦ μπατζανάκη τοῦ Βελισσαρίου. 

-Βρὲ Ζήρα, ποῦ εἶναι ὁ διοικητής σου νὰ δεῖ; 

-Σκοτώθηκε, ἀπαντᾶ ὁ Ζήρας. Εἶχε πέσει πρὸ ὀλίγου μόλις, μαχόμενος μὲ τὸν ἴδιον ἀπαράμιλλον τρόπον. Καὶ τότε, τὸ πρόσωπον τοῦ Βελισσαρίου ἐμαύρισε ἀπὸ τὸ πένθος. Ἔβγαλε τὸ πηλίκιόν του, ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ ἐτράβηξε μπροστά…». 

Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, στὴν μάχη τῆς Ἄνω Τζουμαγιᾶς, στὸ ὕψωμα 1378, σκοτώνεται, πολεμώντας μπροστὰ καὶ ὁ Βελισσαρίου. Ἦταν 13 Ἰουλίου 1913. Ὁ βασιλιὰς Κωνσταντῖνος μόλις πληροφορήθηκε τὸν θάνατό του, ἀντὶ γιὰ συλλυπητήρια, τηλεγραφεῖ στὴν οἰκογένειά του: 

«Χαιρετίζω τὸν Ἥρωα τῶν Ἡρώων». 

Ὁ Σπύρος Μελάς, στὸ βιβλίο τοῦ «Oἱ πόλεμοι 1912 -13», περιγραφεῖ τὸ τέλος τοῦ ἥρωα (σέλ. 511-512). 

«Ἔτσι, αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ μέρα, βρέθηκαν ἀντιμέτωποι καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη οἱ πιὸ διαλεχτοὶ ἄντρες, Βούλγαροι καὶ Ἕλληνες. Οἱ ἄντρες τῆς βασιλικῆς φρουρᾶς τοῦ Φερδινάνδου, μεγαλόσωμοι ὅλοι καὶ ψυχωμένοι, πολέμησαν μὲ παλληκαριὰ καὶ πεῖσμα. Κι ἀπέναντί τους εἴχανε τοὺς ἀθάνατους εὐζώνους, τοὺς ἡμίθεούς τοῦ «πρώτου-τριακοστοῦ ὄγδοου» συντάγματος. Ὁ ἀγώνας ἦταν τόσο λυσσασμένος καὶ συχνὰ σῶμα μὲ σῶμα, ὥστε πολλοὶ ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πέφτανε τρυπημένοι μὲ τὴ λόγχη, ἀρκετοὶ Βούλγαροι σκοτώθηκαν μὲ πέτρες στὸ κεφάλι… γιατί, κάποια στιγμή, τὰ πυρομαχικὰ λείψανε ἀπὸ τοὺς εὐζώνους καὶ τότε ὁ Βελισσαρίου ποὺ ἤτανε ὅπως πάντα στὴ γραμμὴ τῆς φωτιᾶς τοὺς φώναξε: 

-Χτυπᾶτε τους μὲ τὶς πέτρες, ὠρέ! Κι αὐτὲς σκοτώνουν. Ἀλλὰ μία ὀβίδα ἔσκασε κοντά τους, ἕνα μεγάλο θραῦσμα τὸν βρῆκε κατάστηθα καὶ ὁ ἐθνικὸς ἥρωας, ὁ πορθητὴς τοῦ Μπιζανίου, ἀπόμεινε στὸν τόπο. Στὴν ἐπικὴ αὐτὴ σύγκρουση ἔπεσε σὲ λίγο, καὶ ὁ ταγματάρχης Κολοκοτρώνης, ἄξιο βλαστάρι τῆς δοξασμένης γενιᾶς τοῦ Γέρου τοῦ Μοριά, κοντὰ σ’ αὐτὴ χάθηκαν καὶ ἕνα σωρὸ ἀξιωματικοὶ καὶ ἄντρες τοῦ ἡρωικοῦ συντάγματος. Οἱ πλαγιὲς κι οἱ ρεματιὲς εἴχανε γεμίσει πτώματα Ἑλλήνων καὶ Βουλγάρων ἀνακατωμένα…» 

(Ἐκεῖνα τὰ χρόνια «οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν γιὰ ἕνα ἔπαινο καὶ πέθαιναν γιὰ ἕνα τραγούδι» ἔλεγε ὁ Καρκαβίτσας. Ἦταν φιλότιμοι. Ἐλπίζουμε, πὼς ὅταν ἀνθίσουνε καὶ πάλι τοῦτοι οἱ τόποι, καὶ ‘ρθοῦνε καινούργιοι ἄνθρωποι ποὺ θὰ συνοδεύσουν τὴν περιρρέουσα βλακεία στὴν τελευταία της κατοικία, νὰ ξαναμποῦν αὐτὰ τὰ κείμενα στὴν τυμπανιαίας, σήμερα, ἀποφορᾶς ἐκπαίδευση, γιὰ νὰ ἀνασάνουμε κι ἐμεῖς καὶ οἱ μαθητές μας). 

Αὐτὰ τὰ λίγα μνημόσυνα λόγια γιὰ ἕναν ἥρωα, ποὺ θυσίασε τὴν ζωή του, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὴν Μακεδονίας μας, αὐτὴν ποὺ τώρα προδίδουν οἱ Νενέκοι. Ἁπλὰ λόγια γιὰ ἐπίλογο, γιατί ὁ ἡρωισμὸς δὲν περιγράφεται μὲ μεγαλοστομίες. Ὅπως ἁπλὰ τὸ εἶπε καὶ ὁ ἐθνικός μας ποιητής: «Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά»… 

Δημήτρης Νατσιὸς, δάσκαλος - Κιλκὶς