Η αγία Φωτεινή η Καρπασίτιδα, η γνωστή στον λαό της Κύπρου και ως αγία Φωτού, κατέχει αναμφίβολα ξεχωριστή θέση, με μια παγκύπρια τιμή και ακτινοβολία, μεταξύ των ευαρίθμων γνωστών αγίων γυναικών, που με τους ασκητικούς ιδρώτες και τους λοιπούς θεοφιλείς καμάτους τους άρδευσαν και αγίασαν τη φιλάγια της Κύπρου γη.
Δυστυχώς και για την περίπτωσή της, όπως και για τις λοιπές οσίες γυναίκες της μεγαλονήσου, ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία έφθασαν μέχρις εμάς. Πρωτογενείς πηγές, αναφορικά προς τον βίο της οσίας δεν έχουν δυστυχώς διασωθεί. Τα εδώ παρατιθέμενα στηρίζονται στις σχετικές αναφορές από τους Λεόντιο Μαχαιρά στο Χρονικόν του, Ακάκιο μοναχό και Αντώνιο Τεϊρμεντζόγλου προσκυνητή (στις συντεθειμένες απ’ αυτούς χειρόγραφες Ακολουθίες της οσίας), στοιχεία, τα οποία συνθέτουν τη συναφή βασική χειρόγραφη παράδοση, καθώς και σε παρεμφερή αξιόπιστα αρχαιολογικά δεδομένα.
Σύμφωνα λοιπόν με τοπική παράδοση, η φωτώνυμη αυτή οσία καταγόταν από την αρχαία πόλη του Καρπασίου και άκμασε κατά την πρώιμη μάλλον βυζαντινή εποχή, αλλά δυστυχώς δεν γνωρίζουμε σήμερα τα σχετικά με τον βίο της. Αυτό, που είναι με βεβαιότητα γνωστό, είναι ότι διήλθε τον ασκητικό της βίο σ᾽ ένα ευρύχωρο λαξευτό υπόγειο σπήλαιο μέσα στο σημερινό χωριό Άγιος Ανδρόνικος Καρπασίας. Το σπήλαιο τούτο, που διατηρείται σε εξαίρετη γενικά κατάσταση μέχρι και τις μέρες μας, είναι πιθανόν να προϋπήρξε της αγίας Φωτεινής και προφανώς παραπέμπει σε πρωτοχριστιανικούς ή και πρωτοβυζαντινούς χρόνους: Ο τύπος του τάφου της οσίας, παρά τις μεταγενέστερες επεμβάσεις (κατά τις δύο ανευρέσεις του), διακρίνεται εμφανώς ότι ήταν ένα αρκοσόλιο (τοξωτός τάφος). Περαιτέρω, στο σπήλαιο υπάρχουν εσωτερικές προεκτάσεις, υπό μορφή σηράγγων, διασώζονται δε και λαξευμένες εσοχές στα τοιχώματα για την τοποθέτηση λύχνων.
Αξίζει σ᾽ αυτή τη συνάφεια να τονισθεί, πως το ασκητήριο-σπήλαιο της αγίας Φωτεινής δεν αποτελεί μεμονωμένο χώρο ή γεγονός, αλλά εντάσσεται σε σύμπλεγμα ασκητηρίων της ευρύτερης εκεί περιοχής. Σ᾽ αυτά περιλαμβάνονται οι γνωστοί βυζαντινοί ναοί της Αγίας Σολομονής έξω από την Κώμα του Γιαλού (9ου αιώνα), της Αγίας Παύλης στην Αγία Τριάδα Γιαλούσας, της Αγίας Θέκλης στην Γιαλούσα και της Αγίας Βαρβάρας πλησίον της Κορόβειας (8ου αιώνα). Κάτω από τους τρεις πρώτους αυτούς ναούς υπάρχουν λαξευτοί ταφικοί θάλαμοι με αρκοσόλια, ενώ πλησίον του τελευταίου (της Αγίας Βαρβάρας) λαξευτά σπήλαια, που λειτούργησαν ως ασκητήρια, ενδεικτικά πιθανώτατα της κατά τη μεσοβυζαντινή τουλάχιστον περίοδο ακμής στην περιοχή του γυναικείου μοναχισμού, εάν κρίνουμε από την αφιέρωση των ως άνω ναών σε γυναίκες αγίες.
Στο πιο πάνω λοιπόν σπήλαιο (στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος) αγωνίσθηκε ασκητικά η οσία με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, αγνότητα, ταπεινοφροσύνη, υπομονή και τις άλλες ευαγγελικές αρετές, με τις οποίες κατέστη πάμφωτο σκεύος Θεού, δοχείο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, φωτοφόρα και φωτόμορφη. Κατάμεστη λοιπόν των καρπών της αγιότητας, κοιμήθηκε εν Κυρίῳ και τάφηκε στο ασκητήριό της. Ο τάφος της, που βρίσκεται στο δυτικό μέρος του σπηλαίου, παρέμεινε για αιώνες αγνοημένος. Για πρώτη φορά εντοπίσθηκε μετά από θεία αποκάλυψη κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, σύμφωνα με τη σύγχρονη μαρτυρία του γνωστού Κυπρίου μεσαιωνικού χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά. Τούτο ήταν ασφαλώς οικονομία Θεού, για να παρηγορήσει τους υπόδουλους τότε Κυπρίους από τα δεινά της παπικής Φραγκοκρατίας, και να τους στηρίξει στην Ορθόδοξη πίστη. Η αναφορά αυτή του Μαχαιρά, που αποτελεί και την αρχαιότερη γνωστή γραπτή μαρτυρία για την οσία Φωτεινή, έχει ως εξής (αποδίδουμε το κείμενο σε μετάφραση, θέτοντας μέσα σε παρενθέσεις επεξηγηματικές λέξεις-φράσεις): «Ακόμη βρίσκεται στην (περιοχή) Ακρωτίκη, στην κώμη του Αγίου Ανδρονίκου της Κανακαριάς – έχει λίγο καιρό και βρέθηκε με αποκάλυψη Θεού – (μία άλλη αγία), που την ονομάζουν αγία Φωτεινή, και ο τάφος της είναι κάτω από τη γη (σε σπήλαιο). (Εκεί) υπάρχει (άγιο) Βήμα και τελείται η θεία Λειτουργία. Επίσης εκεί υπάρχει νερό-αγίασμα, και (στο πηγάδι που βρίσκεται)έχει πολύ βάθος το νερό, και στο γύρισμα του φεγγαριού πήζει επάνω το νερό (αγίασμα),όπως πήζει ο πάγος, και γίνεται μία τσίππα. Και τη βγάζουν (από το πηγάδι,) σαν μια πλάκα πάγου. Κι άμα αρχίζει να λυώνει, γίνεται λεπτό σαν σκόνη, και τη βάζουν στα μάτια τους οι τυφλοί και θεραπεύονται.»
Έκτοτε η αγία Φωτεινή, και μέχρι τις μέρες μας, ενεργεί πλείστα όσα θαύματα σ’ αυτούς που με πίστη προσέρχονται και προσεύχονται σ’ αυτήν. Κατ’ εξαίρεση έλαβε, κατά την επωνυμία της, τη Χάρη της θεραπείας των ποικίλων οφθαλμικών παθήσεων, μάλιστα των τυφλώσεων, χορηγώντας άφθονα τις ιάσεις με το νερό του αγιάσματός της. Το πηγάδι του περιωνύμου αυτού αγιάσματος, που, όπως είδαμε, αναφέρει και ο Λεόντιος Μαχαιράς, βρίσκεται στο άκρο λαξευμένης προς τα βόρεια του σπηλαίου σήραγγας. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, το αγίασμα αυτό στέρεψε το 1974, μετά την τουρκική εισβολή, ένεκα της βεβήλωσης του χώρου από τους Τούρκους.
Σ᾽ αυτή τη συνάφεια να σημειώσουμε, ότι η από το όνομα της οσίας Φωτεινής απορρέουσα θαυματουργική Χάρη της θεραπείας των οφθαλμικών παθήσεων έχει αντίστοιχη περίπτωση τα μετά θάνατον θαύματα της ομώνυμης μεγαλομάρτυρος Φωτεινής της Σαμαρείτιδος στην Κωνσταντινούπολη, όπου μάλιστα υπήρχε και αγίασμα, θεραπευτικό των ασθενειών αυτών (βλ. «Ἡ εὕρεσις τῶν λειψάνων τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Φωτεινῆς καὶ μερικὴ ταύτης θαυμάτων ἐξήγησις», στο: Fr. Halkin,HagiographicaIneditaDecem,CCSG,No. 21, Louvain, 1989, σσ. 111-125 [κείμενο], και σχετικά σχόλια στο: Alice-MaryTalbot, «TheposthumousmiraclesofSt. Photeine»,AnalectaBollandiana, 112 [1994], σσ. 85-104).
Πέραν της μαρτυρουμένης χρήσης του σπηλαίου τούτου ως ναού ήδη από τα χρόνια της στυγνής υποδουλώσεως της Κύπρου στους παπικούς Φράγκους, αλλά και μέχρι πρόσφατα (το έτος 1974), ο χώρος αυτός λειτούργησε πιθανώτατα και ως μονή. Αργότερα (ίσως επί τουρκοκρατίας) λειτούργησε πάνω και πέριξ του σπηλαίου μικρή ανδρώα Μονή, που διαλύθηκε περί το τέλος του 19ου αιώνα. Ο ναός, που βρίσκεται σήμερα πάνω από το σπήλαιο, κτίσθηκε επί αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσάνθου (1767 – 1810), λειτουργούσε δε προ της εισβολής ως ο ενοριακός ναός του χωριού Άγιος Ανδρόνικος. Σύμφωνα με πληροφορίες των εγχωρίων, στην τουρκοκυπριακή συνοικία (τουρκομαχαλλά) του Αγίου Ανδρονίκου, υπήρχε ναός του Αγίου Ανδρονίκου, ερειπωμένος σήμερα.
Εξαιτίας των ποικίλων ιστορικών της Κύπρου περιστάσεων, ο τάφος της οσίας προφανώς καλύφθηκε προς αποφυγή σύλησης του ιερού της λειψάνου, και με τα χρόνια και πάλιν λησμονήθηκε. Για δεύτερη φορά ανευρέθη επί αρχιεπισκόπου Κύπρου Σιλβέστρου (1718 – 1733) από τον τότε επιστάτη της μονής της Οσίας, οικονόμο Άνθιμο. Επιθυμώντας δηλαδή αυτός να ευρυχωρήσει το σπήλαιο, έσκαψε προς τα δυτικά, όπου βρήκε ξανά τον τάφο και το ιερό λείψανο της αγίας, επάνω στο οποίο υπήρχε μαρμάρινος σταυρός, που έφερε επιγραφή· «Φωτεινή ὁσία, νύμφη Χριστοῦ». Τούτο υπήρξε και πάλιν έργο της θείας Προνοίας, για τη στήριξη του τουρκοκρατουμένου και δεινοπαθούντος πιστού λαού της Κύπρου. Αφού ειδοποιήθηκε τότε σχετικά ο αρχιεπίσκοπος Σίλβεστρος, πρόσταξε και ασφάλισαν το άγιο λείψανο μέσα στον τάφο. Αργότερα, ανακομίσθησαν από εκεί τα ιερά αυτά λείψανα, κατά δε το 1974 μετακομίσθηκαν στην ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου.
Ναοί επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής βρίσκονται και σε άλλα μέρη της Κύπρου, αλλά δεν είναι γνωστό εάν ετιμάτο εκεί αρχικά η Κυπρία οσία, η Καρπασίτιδα, ή η ομώνυμη μεγαλομάρτυς, η Σαμαρείτιδα. Πιθανώτατα όμως στους παλαιούς ναούς στην Αμμόχωστο και τον Γερόλακκο να ετιμάτο η Κυπρία Φωτεινή, όπως και στο (μεταγενεστέρως τουρκοκυπριακό) χωριό Φώττα (ή Φότα), που αρχικά εκαλείτο Αγία Φωτεινή, μετονομάσθηκε δε έτσι από τους Τουρκοκυπρίους.
Παλαιότερη γνωστή φορητή εικόνα της οσίας είναι μία του έτους 1811, έργο του γνωστού ζωγράφου ιερομονάχου Λαυρεντίου, που κλάπηκε κατά την εισβολή από τους Τούρκους και πωλήθηκε στην Ευρώπη. Αυτή, όπως και οι σωζόμενες νεώτερες εικόνες, αναπαριστούν την αγία με μοναχική ενδυμασία και να φέρει στο δεξί της χέρι σταυρό.
Η μνήμης της αγίας Φωτεινής εορτάζεται στις 2 Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία, μέχρι και πριν την τουρκική εισβολή του 1974, ετελείτο μεγάλη πανήγυρη στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος Καρπασίας, στην οποία μετέβαινε κατά κανόνα και ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος Κύπρου.
Δυστυχώς και για την περίπτωσή της, όπως και για τις λοιπές οσίες γυναίκες της μεγαλονήσου, ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία έφθασαν μέχρις εμάς. Πρωτογενείς πηγές, αναφορικά προς τον βίο της οσίας δεν έχουν δυστυχώς διασωθεί. Τα εδώ παρατιθέμενα στηρίζονται στις σχετικές αναφορές από τους Λεόντιο Μαχαιρά στο Χρονικόν του, Ακάκιο μοναχό και Αντώνιο Τεϊρμεντζόγλου προσκυνητή (στις συντεθειμένες απ’ αυτούς χειρόγραφες Ακολουθίες της οσίας), στοιχεία, τα οποία συνθέτουν τη συναφή βασική χειρόγραφη παράδοση, καθώς και σε παρεμφερή αξιόπιστα αρχαιολογικά δεδομένα.
Σύμφωνα λοιπόν με τοπική παράδοση, η φωτώνυμη αυτή οσία καταγόταν από την αρχαία πόλη του Καρπασίου και άκμασε κατά την πρώιμη μάλλον βυζαντινή εποχή, αλλά δυστυχώς δεν γνωρίζουμε σήμερα τα σχετικά με τον βίο της. Αυτό, που είναι με βεβαιότητα γνωστό, είναι ότι διήλθε τον ασκητικό της βίο σ᾽ ένα ευρύχωρο λαξευτό υπόγειο σπήλαιο μέσα στο σημερινό χωριό Άγιος Ανδρόνικος Καρπασίας. Το σπήλαιο τούτο, που διατηρείται σε εξαίρετη γενικά κατάσταση μέχρι και τις μέρες μας, είναι πιθανόν να προϋπήρξε της αγίας Φωτεινής και προφανώς παραπέμπει σε πρωτοχριστιανικούς ή και πρωτοβυζαντινούς χρόνους: Ο τύπος του τάφου της οσίας, παρά τις μεταγενέστερες επεμβάσεις (κατά τις δύο ανευρέσεις του), διακρίνεται εμφανώς ότι ήταν ένα αρκοσόλιο (τοξωτός τάφος). Περαιτέρω, στο σπήλαιο υπάρχουν εσωτερικές προεκτάσεις, υπό μορφή σηράγγων, διασώζονται δε και λαξευμένες εσοχές στα τοιχώματα για την τοποθέτηση λύχνων.
Αξίζει σ᾽ αυτή τη συνάφεια να τονισθεί, πως το ασκητήριο-σπήλαιο της αγίας Φωτεινής δεν αποτελεί μεμονωμένο χώρο ή γεγονός, αλλά εντάσσεται σε σύμπλεγμα ασκητηρίων της ευρύτερης εκεί περιοχής. Σ᾽ αυτά περιλαμβάνονται οι γνωστοί βυζαντινοί ναοί της Αγίας Σολομονής έξω από την Κώμα του Γιαλού (9ου αιώνα), της Αγίας Παύλης στην Αγία Τριάδα Γιαλούσας, της Αγίας Θέκλης στην Γιαλούσα και της Αγίας Βαρβάρας πλησίον της Κορόβειας (8ου αιώνα). Κάτω από τους τρεις πρώτους αυτούς ναούς υπάρχουν λαξευτοί ταφικοί θάλαμοι με αρκοσόλια, ενώ πλησίον του τελευταίου (της Αγίας Βαρβάρας) λαξευτά σπήλαια, που λειτούργησαν ως ασκητήρια, ενδεικτικά πιθανώτατα της κατά τη μεσοβυζαντινή τουλάχιστον περίοδο ακμής στην περιοχή του γυναικείου μοναχισμού, εάν κρίνουμε από την αφιέρωση των ως άνω ναών σε γυναίκες αγίες.
Στο πιο πάνω λοιπόν σπήλαιο (στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος) αγωνίσθηκε ασκητικά η οσία με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, αγνότητα, ταπεινοφροσύνη, υπομονή και τις άλλες ευαγγελικές αρετές, με τις οποίες κατέστη πάμφωτο σκεύος Θεού, δοχείο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, φωτοφόρα και φωτόμορφη. Κατάμεστη λοιπόν των καρπών της αγιότητας, κοιμήθηκε εν Κυρίῳ και τάφηκε στο ασκητήριό της. Ο τάφος της, που βρίσκεται στο δυτικό μέρος του σπηλαίου, παρέμεινε για αιώνες αγνοημένος. Για πρώτη φορά εντοπίσθηκε μετά από θεία αποκάλυψη κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, σύμφωνα με τη σύγχρονη μαρτυρία του γνωστού Κυπρίου μεσαιωνικού χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά. Τούτο ήταν ασφαλώς οικονομία Θεού, για να παρηγορήσει τους υπόδουλους τότε Κυπρίους από τα δεινά της παπικής Φραγκοκρατίας, και να τους στηρίξει στην Ορθόδοξη πίστη. Η αναφορά αυτή του Μαχαιρά, που αποτελεί και την αρχαιότερη γνωστή γραπτή μαρτυρία για την οσία Φωτεινή, έχει ως εξής (αποδίδουμε το κείμενο σε μετάφραση, θέτοντας μέσα σε παρενθέσεις επεξηγηματικές λέξεις-φράσεις): «Ακόμη βρίσκεται στην (περιοχή) Ακρωτίκη, στην κώμη του Αγίου Ανδρονίκου της Κανακαριάς – έχει λίγο καιρό και βρέθηκε με αποκάλυψη Θεού – (μία άλλη αγία), που την ονομάζουν αγία Φωτεινή, και ο τάφος της είναι κάτω από τη γη (σε σπήλαιο). (Εκεί) υπάρχει (άγιο) Βήμα και τελείται η θεία Λειτουργία. Επίσης εκεί υπάρχει νερό-αγίασμα, και (στο πηγάδι που βρίσκεται)έχει πολύ βάθος το νερό, και στο γύρισμα του φεγγαριού πήζει επάνω το νερό (αγίασμα),όπως πήζει ο πάγος, και γίνεται μία τσίππα. Και τη βγάζουν (από το πηγάδι,) σαν μια πλάκα πάγου. Κι άμα αρχίζει να λυώνει, γίνεται λεπτό σαν σκόνη, και τη βάζουν στα μάτια τους οι τυφλοί και θεραπεύονται.»
Έκτοτε η αγία Φωτεινή, και μέχρι τις μέρες μας, ενεργεί πλείστα όσα θαύματα σ’ αυτούς που με πίστη προσέρχονται και προσεύχονται σ’ αυτήν. Κατ’ εξαίρεση έλαβε, κατά την επωνυμία της, τη Χάρη της θεραπείας των ποικίλων οφθαλμικών παθήσεων, μάλιστα των τυφλώσεων, χορηγώντας άφθονα τις ιάσεις με το νερό του αγιάσματός της. Το πηγάδι του περιωνύμου αυτού αγιάσματος, που, όπως είδαμε, αναφέρει και ο Λεόντιος Μαχαιράς, βρίσκεται στο άκρο λαξευμένης προς τα βόρεια του σπηλαίου σήραγγας. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, το αγίασμα αυτό στέρεψε το 1974, μετά την τουρκική εισβολή, ένεκα της βεβήλωσης του χώρου από τους Τούρκους.
Σ᾽ αυτή τη συνάφεια να σημειώσουμε, ότι η από το όνομα της οσίας Φωτεινής απορρέουσα θαυματουργική Χάρη της θεραπείας των οφθαλμικών παθήσεων έχει αντίστοιχη περίπτωση τα μετά θάνατον θαύματα της ομώνυμης μεγαλομάρτυρος Φωτεινής της Σαμαρείτιδος στην Κωνσταντινούπολη, όπου μάλιστα υπήρχε και αγίασμα, θεραπευτικό των ασθενειών αυτών (βλ. «Ἡ εὕρεσις τῶν λειψάνων τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Φωτεινῆς καὶ μερικὴ ταύτης θαυμάτων ἐξήγησις», στο: Fr. Halkin,HagiographicaIneditaDecem,CCSG,No. 21, Louvain, 1989, σσ. 111-125 [κείμενο], και σχετικά σχόλια στο: Alice-MaryTalbot, «TheposthumousmiraclesofSt. Photeine»,AnalectaBollandiana, 112 [1994], σσ. 85-104).
Πέραν της μαρτυρουμένης χρήσης του σπηλαίου τούτου ως ναού ήδη από τα χρόνια της στυγνής υποδουλώσεως της Κύπρου στους παπικούς Φράγκους, αλλά και μέχρι πρόσφατα (το έτος 1974), ο χώρος αυτός λειτούργησε πιθανώτατα και ως μονή. Αργότερα (ίσως επί τουρκοκρατίας) λειτούργησε πάνω και πέριξ του σπηλαίου μικρή ανδρώα Μονή, που διαλύθηκε περί το τέλος του 19ου αιώνα. Ο ναός, που βρίσκεται σήμερα πάνω από το σπήλαιο, κτίσθηκε επί αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσάνθου (1767 – 1810), λειτουργούσε δε προ της εισβολής ως ο ενοριακός ναός του χωριού Άγιος Ανδρόνικος. Σύμφωνα με πληροφορίες των εγχωρίων, στην τουρκοκυπριακή συνοικία (τουρκομαχαλλά) του Αγίου Ανδρονίκου, υπήρχε ναός του Αγίου Ανδρονίκου, ερειπωμένος σήμερα.
Εξαιτίας των ποικίλων ιστορικών της Κύπρου περιστάσεων, ο τάφος της οσίας προφανώς καλύφθηκε προς αποφυγή σύλησης του ιερού της λειψάνου, και με τα χρόνια και πάλιν λησμονήθηκε. Για δεύτερη φορά ανευρέθη επί αρχιεπισκόπου Κύπρου Σιλβέστρου (1718 – 1733) από τον τότε επιστάτη της μονής της Οσίας, οικονόμο Άνθιμο. Επιθυμώντας δηλαδή αυτός να ευρυχωρήσει το σπήλαιο, έσκαψε προς τα δυτικά, όπου βρήκε ξανά τον τάφο και το ιερό λείψανο της αγίας, επάνω στο οποίο υπήρχε μαρμάρινος σταυρός, που έφερε επιγραφή· «Φωτεινή ὁσία, νύμφη Χριστοῦ». Τούτο υπήρξε και πάλιν έργο της θείας Προνοίας, για τη στήριξη του τουρκοκρατουμένου και δεινοπαθούντος πιστού λαού της Κύπρου. Αφού ειδοποιήθηκε τότε σχετικά ο αρχιεπίσκοπος Σίλβεστρος, πρόσταξε και ασφάλισαν το άγιο λείψανο μέσα στον τάφο. Αργότερα, ανακομίσθησαν από εκεί τα ιερά αυτά λείψανα, κατά δε το 1974 μετακομίσθηκαν στην ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου.
Ναοί επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής βρίσκονται και σε άλλα μέρη της Κύπρου, αλλά δεν είναι γνωστό εάν ετιμάτο εκεί αρχικά η Κυπρία οσία, η Καρπασίτιδα, ή η ομώνυμη μεγαλομάρτυς, η Σαμαρείτιδα. Πιθανώτατα όμως στους παλαιούς ναούς στην Αμμόχωστο και τον Γερόλακκο να ετιμάτο η Κυπρία Φωτεινή, όπως και στο (μεταγενεστέρως τουρκοκυπριακό) χωριό Φώττα (ή Φότα), που αρχικά εκαλείτο Αγία Φωτεινή, μετονομάσθηκε δε έτσι από τους Τουρκοκυπρίους.
Παλαιότερη γνωστή φορητή εικόνα της οσίας είναι μία του έτους 1811, έργο του γνωστού ζωγράφου ιερομονάχου Λαυρεντίου, που κλάπηκε κατά την εισβολή από τους Τούρκους και πωλήθηκε στην Ευρώπη. Αυτή, όπως και οι σωζόμενες νεώτερες εικόνες, αναπαριστούν την αγία με μοναχική ενδυμασία και να φέρει στο δεξί της χέρι σταυρό.
Η μνήμης της αγίας Φωτεινής εορτάζεται στις 2 Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία, μέχρι και πριν την τουρκική εισβολή του 1974, ετελείτο μεγάλη πανήγυρη στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος Καρπασίας, στην οποία μετέβαινε κατά κανόνα και ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος Κύπρου.