Πῶς μποροῦμε νά τόν νικήσουμε καί γιατί εἶναι ἀπαραίτητα τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων;
Ὁ θάνατος δέν ἦταν στίς προδιαγραφές τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὁ θάνατος δέν ἀποτελεῖ συστατικό τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἀνήκει στό "κατά φύσιν" τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ θάνατος, πού νοεῖται ὡς μή μετοχή τῆς ζωῆς, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς τοῦ ἀνθρώπου στή σαφῆ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προειδοποιοῦσε τό προγονικό ζεῦγος, ὅτι θά ὁδηγεῖτο στόν θάνατο, ἐάν παρέβαινε τή θεία ἐντολή.
Ὁ Χριστός κατήργησε τόν ἐσχατολογικό θάνατο. Αὐτό σημαίνει, ὅτι, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πιστός, τηρώντας τίς ἐντολές καί μετέχοντας στά θεουργά μυστήρια, ὑφίσταται μόνο τόν βιολογικό θάνατο, ὁ ὁποῖος τοῦ ὑπενθυμίζει τό ἐπιτίμιο τῆς παρακοῆς τῶν προπατόρων μας, καί παράλληλα θέτει ἔνα φυσικό τέρμα τῆς ἁμαρτίας τῶν ἁμαρτανόντων. Ἀλλά γιά τούς πιστούς ὁ θάνατος, ὡς διακοπή τῆς ζωοποιοῦ σχέσεως τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, ἔχει νικηθεῖ καί ἔχει ὑπερβαθεῖ ἐν Χριστῷ.
Τοῦτο, πρακτικῶς, σημαίνει, ὅτι οἱ πιστοί, στήν παροῦσα ζωή, ἔχουν νικήσει τήν αἰτία τοῦ θανάτου, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἔτσι, μετάχουν στήν ὄντως ζωή-τήν αἰώνια ζωή-κατά τό ἱστορικό τους παρόν στή γῆ καί συνεχίζουν αὐτήν τή ζωή μετά τόν βιολογικό θάνατό τους, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ ὡς διάβαση στή μέλλουσα ζωή, ἡ ὁποία ἔχει τήν πληρότητά της μετά τήν κοινή ἀνάστση τῶν σωμάτων, κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί τήν Τελική Κρίση.
Τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας λειτουργοῦν ὡς θυρίδες, ἀπ' ὅπου περνᾶ καί διοχετεύεται στούς πιστούς ἡ μέλλουσα, αἰώνια, ζωή, στό μέτρο -πάντοτε- τῆς δεκτικότητάς τους, ἡ ὁποία ὀφείλεται στήν ἔμπρακτη ἀνταπόκρισή τους στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Συγκεκριμένα, μέ τό Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει ὡς πρός τήν ἀμαρτία καί τίς συνέπειές της, ἀναγεννιέται χαρισματικῶς καί ἐντάσσετα στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία, ἀπελευθερωμένος ὀνολογικά ἀπό τόν διάβολο καί τήν ἁμαρτία. Στό ἑξῆς, δηλαδή, μπορεῖ νά ζεῖ, χωρίς νά ἁμαρτάνει. Μέ τό Χρίσμα ὁ πιστός ἐμπλουτίζεται μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔτσι, ἀποκτᾶ ἁγιοπνευματική ζωή, τήν ζωή, δηλαδή, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή, ὅμως, τά μυστήρια αὐτά δέν λειτουργοῦν μηχανιστικά-μαγικά, ὁ πιστός διατηρεῖ τήν ἐλευθερία τοῦ αὐτεξουσίου του καί, ἄν θέλει, μπορεῖ νά παραβιάζει τίς θεῖες ἐντολές καί νά ἁμαρτάνει. Ὅταν, ὅμως, ἁμαρτάνει, διακόπτει, ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἀδάμ, τή ζωοποιό σχέση του μέ τόν Θεό καί νεκρώνεται πνευματικῶς. Ὁ ἀγαπῶν, ὅμως, Θεός δίνει τή δυνατότητα στούς πιστούς νά ἐπαναζωοποιοῦνται, ὅταν μετανοοῦν πραγματικά καί ἐξομολογοῦνται εἰλικρινά τίς ἁμαρτίες τους στούς ἐντεταλμένους λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, μέ τά δυό αὐτά μυστήρια (μετάνοια-ἐξομολόγηση) ἀποκαθίστανται οἱ πιστοί στήν προηγούμενη ὑγιῆ κατάστασή τους καί μποροῦν νά ἀναβαθμίζονται πνευματικά, ἀνάλογα μέ τόν βαθμο τῆς προθυμίας καί τῆς ἀγωνιστικότητάς τους, γιά νά ἀνταποκριθοῦν στήν νέα ὀντολογία τους, ὡς ζῶντα μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ διατήρηση, ὅμως, τῶν πιστῶν ὡς ζωντανῶν μελῶν τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἡ πνευματική ἀνάπτυξη καί καρποφορία τους ἐν Χριστῷ, ἀλλά καί ἡ ἑνότητά τους μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους, θά ἦταν ἀνέφικτος χωρίς τή συχνή ἀνταπόκρισή τους στή Θεία Κοινωνία. Ἡ μετοχή ἤ ἡ μή μετοχή τῶν πιστῶν στήν Θεία Εύχαριστία εἶναι ὑπόθεση (πνευματικῆς) ζωής ἤ (πνευματικοῦ) θανάτου.
Ἡ ἀλήθεια αὐτή εἶναι Βιβλική. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαώνει, ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ὄντως ζωῆς καί ἀκόμη ὅτι, ἐάν δέν τόν τρῶμε, κατά τήν Θεία Εὐχαριστία, δέν θά ἔχουμε τήν ἁγιοπνευματική ζωή, τήν αἰώνια ζωή, ἐδῶ καί τώρα. Καί, ἐάν δέν τήν ἔχουμε ἐδῶ, μέ τήν μορφή τῆς πρόγευσης κάι τοῦ ἀρραβῶνα, δέν θά τήν ἔχουμε ἐκεῖ, στήν μέλλουσα πραγματικότητα, μέ τήν μορφή τῆς πληρότητας, πού, ὅμως, ἀτελευτήτως θά διευρύνεται, θά βαθαίνει καί θά αὐξάνει.
Ἔτσι κατανοεῖται ἡ βίωση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, ὡς προσωπική ἐμπειρική πραγματικότητα, πού τόν ἀφορᾶ ὑπαρξιακῶς, ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα.
Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής Θεολογίας