Οἱ καθημερινὲς βιοτικὲς ἀνάγκες δὲν θεραπεύονται παρὰ μόνο μὲ τὴν ἐργασία. Ὅλοι μας πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐργασία, δὲν εἶναι ἱκανὸ νὰ ἀνοίξει τὸ δρόμο πρὸς τὴν ἐπίγεια ἐπιτυχία καὶ εὐτυχία, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα. Μὲ τὴν ἐργασία μας ἱκανοποιοῦμε τὶς ὑλικὲς προσωπικές μας ἀνάγκες, τὶς ἀνάγκες τῆς οἰκογένειάς μας καὶ συνεισφέρουμε στὸ κοινωνικὸ γίγνεσθαι καὶ στὶς ἀνάγκες τῶν ἐμπερίστατων ἀδελφῶν μας. Μὲ τὴν τίμια ἐργασία μας ἀποκτοῦμε ἀνεξαρτησία ἀπέναντι στοὺς ἄλλους, καὶ τονώνoυμε τὴν αὐτοπεποίθηση καὶ τὸ συναίσθημα τῆς προσωπι­κῆς μας ἀξίας. Μὲ αὐτὴν ἐξασφαλίζουμε τὸ εἰσόδημά μας γιὰ τὴν ἐκ­πλήρωση τῶν κοινωνικῶν μας ὑποχρεώσεων, γιὰ ἀξιοπρεπῆ βίο, καὶ γιὰ ἀποφυγὴ ταπεινώσεων καὶ πράξεων ποὺ μᾶς ἐξευτελίζουν στὰ μάτια τῆς κοι­νωνίας ἢ μειώνουν τὸ ἠθικό μας γόητρο. Μὲ αὐτὴ διατηροῦμε ταυτόχρονα τὴ σωματικὴ καὶ ψυ­χική μας ὑγεία, ἀναπτύσσουμε τὶς ἀνώτερες πνευματικὲς ἱκανότητες καὶ δημιουργικές μας δυνάμεις, καλλιεργοῦμε τὴν κοινωνικὴ συνείδηση καὶ γινόμαστε ὑπεύθυνα ἄτομα.
 Ἐργαζόμαστε στὴ ζωή μας, ὅμως, μόνο γιὰ νὰ ἐπιβιώσουμε, ἢ καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε ἀγαθά, φήμη, χρήματα καὶ δόξα; Μᾶς ἐνδιαφέρει μόνο ἡ γνώμη τοῦ κόσμου, ἡ καλοπέραση, ἡ ἀνέμελη ζωὴ καὶ ὁ λιγότερος μόχθος; Ἐργαζόμαστε γιὰ τὸ σήμερα καὶ ὄχι γιὰ τὸ αὔριο;  Ἀκολουθοῦμε τὴν προτροπὴ τῶν πατέρων γιὰ τὴν ἐργασία,  ὅτι πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε σὰν νὰ μὴν πεθάνουμε ποτὲ καὶ νὰ ἑτοιμαζόμαστε σὰν νὰ πεθάνουμε σήμερα; Μήπως ἀκολουθοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας χωρὶς μεταφυσικὲς τάσεις ποὺ ἡ φιλοσοφία τους λέει: «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν» (Α΄ Κορ. ιε΄ 32);
Ὅταν ἐργαζόμαστε ὄχι μόνο γιὰ τὸ σήμερα, ἀλλὰ μὲ προεκτάσεις στὸ αὔριο, τότε ἐργαζόμαστε γιὰ τὸν Χριστό μας καὶ ἔχουμε τὴν εὐλογία Του στὴ ζωή μας καὶ στὰ ἔργα μας. Ὅταν ἐργαζόμαστε μόνο γιὰ τὸ σήμερα, χωρὶς ἠθικὲς ἀναστολές, τότε ὅσο σκληρὰ καὶ ἂν ἐργαζόμαστε, ἐργαζόμαστε γιὰ τὸν πονηρὸ καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ μας δὲν ἔρχεται στὴ ζωὴ καὶ στὰ ἔργα μας. Ἐργαζόμαστε τὴν ἀδικία, τὴν ἐμπάθεια, τὴν τρικλωποδιὰ τοῦ ἀδελφοῦ μας, τὴν ἐπιβιώσή μας σὲ βάρος του, τὸ ψέμμα, τὴν κατάκριση, τὴν καταλαλιά, τὸ προσωπικὸ μόνο συμφέρον, τὴν ἀνάδειξή μας πάνω ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τὴν ὑποκρισία, τὸ φθόνο. Ναί, ἐργαζόμαστε, ἀλλὰ ὄχι θεάρεστα. Ἐργαζόμαστε γιὰ τὸν πονηρὸ καὶ ἐξυφαίνουμε τὸ σάβανο τοῦ αἰωνίου θανάτου μας.     
Εὐλογημένη ἐργασία εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς συγκρατεῖ κοντὰ στὸν Θεό μας, καὶ ἐπιτελεῖται μὲ προσευχή, ἀφοῦ «ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἰ οἰκοδομοῦντες» (Ψαλμ. 126, 1). Εἶναι αὐτὴ ἡ ἐργασία ποὺ μᾶς κάνει αὐτάρκεις καὶ ἱκανοὺς νὰ βοηθήσουμε καὶ τοὺς συνανθρώπους μας, ὅπως ἡ ἐργασία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἔλεγε ὅτι ἔτρωγε τὸν ἄρτο του μὲ τὸν κόπο τῶν χεριῶν του, γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνει κανένα ἀπὸ τοὺς συντρόφους του. «Ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται» (Πράξ κ΄ 34). Εὐλογημένη ἐργασία εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ μᾶς εἰρηνεύει.
Ὀφείλουμε ὡς πιστοὶ Χριστιανοὶ πάντοτε νὰ εἴμαστε ἐργάτες τοῦ καλοῦ, ὅπως μᾶς διαβεβαιώνει πάλιν ὁ θεῖος Παῦλος λέγοντας, «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν» (Ρωμ. β' 10). Τότε μόνο θὰ λάβουμε θεῖες ἀμοιβὲς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μας, θὰ ἐξασφαλίσουμε συντάξιμη αἰωνιότητα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν καταγωγὴ καὶ προέλευσή μας, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν κάνει διακρίσεις. Ἔτσι, ἐὰν εἴμαστε ἐργάτες τοῦ καλοῦ καί ἀγαθοῦ τόσο στὴν πρόσκαιρη ζωή μας στὴ γῆ, ὅσο καὶ στὴν ἀτελεύτητη, στοὺς οὐρανούς, θὰ ἔχουμε πνευματικὲς ἀπολαβές, ὅπως εἶναι τὰ θεῖα ἀγαθὰ τῆς δόξας, τῆς τιμῆς καὶ τῆς εἰρήνης, αὐτὰ ποὺ χαρίζει ἀφθονοπάροχα ὁ Θεῖος Δωρεοδότης στοὺς πιστοὺς καὶ ἀφοσιωμένους δούλους Του. Ἀντίθετα ἂν εἴμαστε ἐργάτες τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἀνομίας, ἂν ἐργαζόμαστε γιὰ τὸν πονηρό, θὰ ζοῦμε μέσα στὴ θλίψη καὶ στὴ στεναχώρια καὶ θὰ γευόμαστε διαρκῶς τὰ ἀποτελέσματα καὶ τὶς συνέπειες τῆς κακῆς αὐτῆς ἐπιλογῆς τους. Ἡ συνείδησή μας δὲν θὰ ἠρεμεῖ ποτέ, ἡ ζωή μας θὰ εἶναι μέσα στὴν ταραχὴ καὶ στὴν ἀνασφάλεια, τὸ μέλλον μας θὰ εἶναι σκοτεινὸ καὶ γεμᾶτο ἀγωνίες καὶ ἀβεβαιότητες, ἡ καρδιά μας θὰ εἶναι γεμάτη βάρη καὶ ἐνοχές, ἡ ἐλπίδα μας γιὰ ἕνα καλύτερο αὔριο θὰ εἶναι καταπεσμένη καὶ ἀνύπαρκτη καὶ μετὰ τὸν θάνατό μας τί; Δὲν θὰ ἔχουμε νὰ λάβουμε ἐφάπαξ καὶ σύνταξη αἰώνια, ἀφοῦ τὰ ἔνσημά μας δὲν θὰ εἶναι περασμένα στὰ βιβλιάρια τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλὰ τοῦ πονηροῦ καὶ δὲν ἐξαγοράζονται μετὰ τὸ θάνατο.
 Τὸν ὡραῖο δρόμο τῆς φιλοπονίας, τῆς ἐργασίας τοῦ καλοῦ, ἄν ὁλοπρόθυμα τὸν ἐπιλέξουμε καὶ μὲ ὑπομονή, τιμιότητα καὶ εἰλικρίνεια τὸν ἀκολουθήσουμε, θὰ εἴμαστε οἱ συντελεστὲς τῆς προόδου καὶ τῆς εὐημερίας τῆς κοινωνίας μας καὶ θὰ κερδίσουμε τόσο τὰ βιοτικὰ καὶ ἐπίγεια ἀγαθά, ὅσο καὶ τὰ ἐπουράνια. Αὐτὸς ὁ δρόμος μᾶς ἐξασφαλίζει χαρὰ δημιουργικὴ καὶ εἰρήνη ψυχικὴ καθὼς καὶ ἐκτίμηση ἐκ μέρους τῶν συνανθρώπων μας. Αὐτὸς ἐπίσης ὁ δρόμος θὰ μᾶς ἀξιώσει καὶ τῆς χαρᾶς τῶν οὐρανῶν καὶ τῆς τιμῆς τοῦ Κυρίου μας, τοῦ Εἰρήναρχου Θεοῦ μας.
Τὸ δρόμο αὐτὸ ἂν ἀκολουθούσαμε ὅλοι εἰλικρινὰ καὶ ἀνυστερόβουλα, ἂν ἐργαζόμαστε γιὰ τὸν Χριστό μας ἀληθινά, θὰ εἴχαμε ἀποφύγει τὰ προβλήματα τῆς ἠθικῆς καὶ οἰκονομικῆς κρίσεως ποὺ μᾶς ταλανίζουν καὶ θὰ φροντίζαμε γιὰ τὴν εἰρήνη στὶς ψυχές, στὶς οἰκογένειές μας, στὴν Ἐκκλησία μας, στὴν πατρίδα μας, στὸν κόσμο ὅλο. Οἱ ἐργάτες τοῦ καλοῦ κάνουν πάντα αὐτὸ ποὺ εἶναι θεάρεστο. Νοιάζονται γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ σπιτικοῦ τους, τῆς συνοικίας τους, τοῦ τόπου τους, ἀλλὰ πάντοτε χωρὶς ἐκπτώσεις συνειδήσεως ἢ ἠθικὲς κατακόρυφες πτώσεις. Δουλεύουν γιὰ νὰ καταπολεμήσουν τὶς ἀρρώστιες τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ δώσουν χαρὰ στοὺς θλιμμένους, στοὺς μοναχικούς, στοὺς ὑπερήλικες. Δουλεύουν γιὰ νὰ γίνουν φῶτα καὶ νὰ  σκορπίσουν τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης γύρω τους. Δουλεύουν γιὰ νὰ διαδώσουν τὸ μέγιστο καὶ ὑπερπολυτιμότατο ἀγαθὸ τῆς πίστεως στὸ Θεὸ Πατέρα καὶ στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ στὸ Ἅγιο Ζωοπάροχο Πνεῦμα. Δουλεύουν γιὰ νὰ γίνουν Ἅγιοι καὶ νὰ μὴν μείνουν στὸ «κατ’ εἰκόνα», ἀλλὰ νὰ φθάσουν στὸ ἐπιθυμητὸ «κατ’ ὁμοίωσιν».
Δυστυχῶς σήμερα εἴμαστε ὄχι μόνο φυγόπονοι, ἀλλὰ καὶ αὐτονομημένοι ἔχοντας διώξει τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴ ζωή μας. Δὲν τὸν θέλουμε ἐργοδότη μας. Δὲν ἐργαζόμαστε γι’ Αὐτόν! Τὸν ἔχουμε διώξει μακριὰ μὲ τὴ συμπεριφορά μας, μὲ τοὺς ἐγωϊσμούς μας, μὲ τὶς ἁμαρτίες μας, μὲ τὰ πάθη μας. Ἡ ἀπομάκρυνση, ὅμως, τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ ζωή μας ἔχει καὶ τὶς συνέπειές της. Ἔτσι, ζοῦμε σὲ ἕνα κόσμο ταραγμένο. Σὲ ἕνα κόσμο ποὺ ψάχνει νὰ βρεῖ διεξόδους στὰ ἀδιέξοδά του στὰ τυφλά. Ὅταν εἴμαστε κοντὰ στὸ Χριστό μας εἴμαστε ἀσφαλισμένοι, μακρυά Του νοιώθουμε ἀνασφάλιστοι. Κοντά Του εἰρηνεύουμε, μακρυά Του ταραζόμαστε. Κοντά Του ζοῦμε ἥσυχα καὶ προοδεύουμε, μακρυά Του κινδυνεύουμε καὶ ἀπομαρκυνόμαστε ἀπὸ τὰ εὐλογημένα του ἀγαθά.
Σήμερα μὲ τὴν κρίση ποὺ μαστίζει τὴν πατρίδα μας ὅλοι νοιώθουμε ἀνασφαλεῖς, τὸ ἐπίγειο αὔριο ἔρχεται ἀβέβαιο, πόλεμοι καὶ συρράξεις ἀκούγονται γύρω μας καὶ ἡ ταραχὴ ἔχει καταλάβει τὸ μέρος τῆς εἰρήνης στὶς καρδιές μας. Γιὰ τὸ οὐράνιο αὔριο οὔτε λόγος γίνεται. Λίγοι ἐνδιαφέρονται γι’ αὐτό, ὅσοι ἀγαποῦν πραγματικὰ τὸν Χριστό μας καὶ θέλουν νὰ βρίσκονται μόνιμα κοντά Του. Τώρα, λοιπόν, ποὺ ζοῦμε σὲ ταραχὴ καὶ ἀβεβαιότητα, τώρα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ ὀφείλουμε νὰ θρονιάσουμε στὶς καρδιές μας τὸν Χριστό μας, τὸ Ἄρχοντα τῆς Εἰρήνης, νὰ ἐργαζόμαστε γι’ Αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει, ἐὰν ἐμεῖς ὅμως τοῦ τὸ ζητήσουμε. Μᾶς τὸ εἶπε ἄλλωστε: «Οὐ μὴ σὲ ἀνῶ, οὐδ’ οὐ μὴ σὲ ἐγκαταλίπω» (Ἑβρ. ιγ΄ 5).
Μὴν ἀπογοητευόμαστε ἐμπρὸς στὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. Ἂς ζητήσουμε τὴ βοήθειά Του καὶ Αὐτὸς θὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ κάθε  δυσκολία. Μᾶς περιμένουν θλίψεις, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεό μας παίρνουμε δύναμη, δὲν καμπτόμαστε, δὲν χάνουμε τὸ θάρρος μας. «Εἰ ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν οὐδεὶς καθ’ ἡμῶν» . Ἡ πίστη μας γίνεται πηγὴ δυνάμεως, πηγὴ ὑπομονῆς, πηγὴ ψυχικοῦ ἡρωϊσμοῦ, πηγὴ εἰρήνης, ἀφοῦ ὁ Θεός μας εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἁπλόχερα μᾶς δίνει τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη.
Καὶ μὴν λησμονοῦμε ὅτι, ἂν μερικοὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐργασθοῦν σωματικὰ μποροῦν πνευματικά. Καὶ ἂν πάλι οὔτε πνευματικὰ μποροῦν νὰ ἐργασθοῦν μποροῦν νὰ προσευχηθοῦν. Ἡ προσευχὴ ἐὰν κατανύσσει καὶ βγαίνει μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ δὲν παραμένει μόνο στὰ χείλη εἶναι ἐργασία. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δομβοΐτης αἰσθανόμενος ὑποχρέωση  σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔτρεφαν, δηλαδὴ στὸ Μοναστήρι του, καὶ ἔχοντας ἀδυναμία νὰ βγάλει μὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὴν ὑποχρέωση προσευχόταν γι’ αὐτοὺς μὲ θέρμη καὶ μὲ δάκρυα. Ἡ προσευχὴ ἦταν ἡ ἐργασία του. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν χρόνο ἐκτὸς προσευχῆς τὸν θεωροῦσε χρόνο χαμένο. Ἔτσι, ἐπέτρεπε στοὺς ἐπισκέπτες του, ποὺ καὶ αὐτοὶ ἦσαν λίγοι, νὰ συνομιλοῦν μαζί του γιὰ μισὴ ὥρα καὶ μόνον ἐὰν ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία αὐτὴ ὁ ἴδιος ἢ ὁ συνομιλητής του εἶχαν ὠφέλεια. Ἐὰν ἡ συζήτηση εἶχε μεγάλο πνευματικὸ ἐνδιαφέρον τὴν παρέτεινε γιὰ ἕνα ἀκόμη τέταρτο. Ὁ περισσότερος χρόνος θεωροῦσε ὅτι ἦταν ἐπιβλαβής, γιατὶ πρώτιστα τὸν ἀπομόνωνε ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία  μὲ τὸν Σωτῆρα μας Χριστό, ἐπικοινωνία ποὺ τοῦ γλύκαινε τὴν καρδιά, τοῦ ἀναζωογονοῦσε τοὺς πνεύμονες μὲ τὸ ὀξυγόνο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἐξασφάλιζε τὴν αἰώνια σύνταξη στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Τὴν προσευχητικὴ ἐργασία ἐφάρμοζε ἀδιάλειπτα, γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε οὐράνιας χαρᾶς, τιμῆς καὶ δόξας, ὁ Ὅσιος Γέροντας Τύχων ὁ Ἁγιορείτης, κάποτε πνευματικὸς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, Ρῶσος τὴν καταγωγή. Ὅταν κάποιος τὸν ἐπισκεπτόταν  ἔβγαιναν μαζὶ ἔξω καὶ καθόταν κάτω ἀπὸ μιὰν ἐλιὰ μαζί του πέντε λεπτά. Μετὰ σηκωνόταν μὲ χαρὰ καὶ ἔλεγε:
- Ἐγὼ τώρα κεράσματα.
Ἔβγαζε νερὸ ἀπὸ τὴ στέρνα καὶ γέμιζε ἕνα κύπελλο γιὰ τὸν ἐπισκέπτη. Ἔβαζε καὶ στὸ δικό του τενεκεδάκι καὶ ἔψαχνε μετὰ νὰ βρεῖ κανένα λουκούμι, ἄλλοτε κατάξηρο καὶ ἄλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, τὸ ὁποῖο, ὅμως ἐπειδὴ ἦταν εὐλογία τοῦ Παπα-Τύχωνα, δὲν προξενοῦσε ἀηδία. Ἀφοῦ τὰ ἑτοίμαζε, ἔκανε τὸ σταυρό του, ἔπαιρνε τὸ νερὸ καὶ ἔλεγε:
-Πρῶτα ἐγώ. Εὐλογεῖτε!
Καὶ περίμενε νὰ τοῦ πεῖ ὁ ἐπισκέπτης τὴν εὐχή, «Ὁ Κύριος νὰ σὲ εὐλογήσει», ἀλλιῶς δὲν ἔπινε νερό. Μετὰ ἔδινε καὶ αὐτὸς τὴν εὐχή του. Τὴν εὐχὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὴν αἰσθανόταν ὡς ἀνάγκη, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἱερωμένους ἢ τοὺς μοναχούς, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, μικροὺς καὶ μεγάλους στὴν ἡλικία.
Μετὰ ἀπὸ τὸ κέρασμα περίμενε νὰ δεῖ ἐὰν ὁ ἐπισκέπτης του ἦταν ἀργόσχολος ἢ εἶχε νόημα ἡ ἐπίσκεψή του. Ἐὰν καταλάβαινε ὅτι τὸν ἐπισκέφθηκε μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ περάσει τὴν ὥρα του τότε ἔλεγε:   
- Παιδί μου, στὴν κόλαση θὰ πᾶνε καὶ οἱ τεμπέληδες, ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτωλοί.
Ἐὰν ἐκεῖνος δὲν ἔφευγε ὁ Γέροντας τὸν ἄφηνε μὲ διάκριση, ἔμπαινε στὸ Ναὸ καὶ προσευχόταν. Ἔτσι ὁ ἐπισκέπτης ἀναγκαζόταν νὰ φύγει. Φυσικά, δὲν λυπόταν ποτὲ ὁ Παπα-Τύχων τὸν κόπο καὶ τὸ χρόνο, ὅταν ἔβλεπε πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα στοὺς ἀνθρώπους. Τότε, ἐνῶ μὲ τὸ  στόμα συμβούλευε, μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ προσευχόταν. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐργασία του, ἐργασία θεάρεστη ποὺ τοῦ ἐξασφάλιζε χαρὰ ψυχική, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔνσημα γιὰ τὶς οὐράνιες ἀπολαβές, τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ κοντὰ στὸν ἀγαπημένο του Ἰησοῦ.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας