ΟΤΑΝ φέρανε τον Αντρούτσο στην Αθήνα, τον κλείσανε στο φράγκικο πύργο της Ακρόπολης, την Κούλια όπως τη λέγανε [Βρισκόταν στην είσοδο της Ακρόπολης και τη γκρέμισαν το 1878] , βάζοντάς του βαριά σίδερα στα χέρια και στα πόδια. Για δεσμοφύλακα είχε τον παλιό του οχτρό, τον φοβερό Παπακώστα. Ο Pecchio, που επισκέφτηκε εκείνες τις μέρες την Αθήνα κ' έμαθε πως μέσα στον πύργο βρισκόταν φυλακισμένος ο Οδυσσέας, γυρεύει να τον δει μα δεν του δίνουν την άδεια.
Στ' αναμεταξύ ο Γκούρας, παρ' όλα όσα τούλεγε ο Τριανταφυλλίνας, ο άλλος μεγάλος οχτρός του Ανδρούτσου, δίσταζε να τον σκοτώσει. Τον στέλνει, λοιπόν, στ' Ανάπλι για να πάρει την τελική απόφαση της κυβέρνησης. Γυρίζει έπειτα από λίγο στο στρατόπεδο, που βρισκόταν κάπου όξω από την Αράχωβα, φέρνοντας ένα γράμμα του Κωλέττη προς τον Γκούρα, όπου σ' αυτό ο παλιός γιατρός τού Αλήπασα τούγραφε να κάνει ό,τι θα τού πει ο Τριανταφυλλίνας.
Αφού κάθησαν κάτω από μια ελιά και τα κουβέντιασαν, ο Γκούρας δε φωνάζει το γραμματικό του, μα γράφει ο ίδιος, με τα λιγοστά γράμματα που ήξερε, δυο λόγια σ' ένα χαρτί για τον Μαμούρη, που τον είχε αφήσει φρούραρχο στο κάστρο της Αθήνας. Το διπλώνει και γυρεύει να το σφραγίσει με βουλοκέρι, μα όπως φύσαγε δεν τα καταφέρνει και το δίνει στο Γεωργαντά να πάει σε κάποιο απάγγειο μέρος να το βουλώσει. Αυτός, που υποψιάστηκε, μπαίνει σ' ένα ξωκκλήσι που είταν παρακεί και πριν το σφραγίσει το ξεδιπλώνει και ρίχνει μια γρήγορη ματιά. Ο Γκούρας πρόσταζε, με τόση μυστικότητα τον Μαμούρη, «να πουλήσει το λάδι γιατί η τιμή του θα πέσει». Κι ο Γεωργαντάς μπαίνει με μιας στο συνθηματικό νόημα τούτης της παραγγελίας και γράφει: «. . . Με συντριβήν της καρδίας μου είδα τα τεκταινόμενα και τον χαϊμόν του Οδυσσέως». [Αθηναϊκών Αρχείον «Ανάμνησις Α. Γεωργαντά», σ. 266].
Παίρνει το σφραγισμένο γράμμα για το «λάδι» ο Τριανταφυλλίνας και φεύγει αμέσως για την Αθήνα. Έπειτα από δυο - τρεις μέρες, τη νύχτα στις 4 με 5 του Ιούνη, ο Μαμούρης, ο Τριανταφυλλίνας κι ο Παπακώστας πνίξανε τον Αντρούτσο μέσα στη φυλακή του. Ο μοναδικός μάρτυρας της κολασμένης τούτης πράξης, ο Κωνσταντίνος Καλατζής, ανιστόρησε, γέρος πια, όλα τα καθέκαστα στο δικηγόρο Σπ. Φόρτη κι αυτός, έπειτα από χρόνια, στις 25 του Δεκέμβρη 1898, δημοσίεψε τούτη δω τη δραματική αφήγηση στους «Καιρούς» :
«. . . Ήτο η τρίτη των Χριστουγέννων του 1863 έτους ημέρα, ενθυμούμαι καλώς, την εποχήν την εσημείωσα, διότι μοι επροξένησε βαθείαν αυτή εντύπωσιν και φρίκην εξ όσων κατ' αυτήν ήκουσα και απεμνημόνευσα.
»Περί την εσπέραν της ημέρας ταύτης, χάριν της μεγάλης εορτής, μας επεσκέφθη ο αείμνηστος της φάλαγγος ταγματάρχης, ο γενναίος εκείνος του ιερού αγώνος στρατιώτης, ο λεβέντης και ευθυτενής ως υψίκορμος κυπάρισσος γέρων Κωνσταντίνος Καλατζής. Επειδή ην χειμών δριμύς τον ωδήγησα εις το χειμωνιάτικο, όπου ην η εστία, εν η έλαμπε και διέπρεπε πυρά ωραία και ζηλευτή, τρεφόμενη από ξηρός σχίνων και κοτίνων ρίζας.
»Μετά τας αμοιβαίας επί ταίς εορταίς ευχάς, εγώ, όστις εμμανώς ηγάπων τας ιστορίας και τα διηγήματα του ιερού αγώνος, εξ ων πλείστα πολλάκις είχεν ημίν διηγηθή ο καλός ταγματάρχης ιδίως δ' επειδή, ως εγίνωσκον, ην αυτόπτης των κατά την τελευτήν του στρατηγού και αυτήκοος, τον παρακάλεσα θερμώς να μας διηγηθή ταύτα. Εις την παράκλησίν μου βαρύ στενάξας και μετά μεγάλην του γενναίου του στήθους ανάπλασιν, μοι απήντησε : «Τι τα θέλεις αυτά τώρα, παιδί μου, αυτά πέρασαν πλέον ας όψονται οι αίτιοι»˙ εδίσταζε δε να αρχίση. Τη επιμόνω όμως παρακλήσει μου προβάντος εκ περιεργείας μέχρι φορτικότητος, ήρξατο διηγούμενος τα της τελευτής του στρατηγού ως εξής:
»—Επειδή επιμένετε τόσον, ακούστε πως συνέβη του στρατηγού ο θάνατος· από καιρόν τον είχον φυλακίσει εις την μεγάλην της Ακροπόλεως Κούλιαν˙ του είχαν βάλει εις τα χέρια και τα πόδια σίδερα με μπάλαις βαρειαίς˙ τροφήν δεν του έδιδαν τακτικά, ούτε καλήν, ούτε στρώμα. Όταν εγώ τον είδα εις την φυλακήν ήτο ανάλλαγος, λερωμένος, κουρελιασμένος με ένα κοντοκάππι και με τον ιστορικόν του καλογηρόσκουφον λυγδωμένον από την λέραν.
» Την νύκτα εκείνην όπου εχάθη, εγώ ήμουν σκοπός εις την πόρτα της Κούλιας η οποία ήτο κλειδωμένη. Ήτο νύκτα πολύ σκοτεινή δεν έβλεπες το δάκτυλό σου, έπεφτε ψιλή βροχή και ήμην τυλιγμένος με την κάππαν μου, ήσαν περασμένα τα μεσάνυχτα, όταν βλέπω τεσσάρας άνδρας να έρχωνται προς την φυλακήν.
»Ο ένας κρατούσε φανάρι, ήσαν δε αρματωμένοι καλά ένας άλλος εστάθη ολίγον μακράν και δεν τον είδον καλά ποίος ήτο˙ άλλ' ως εννόησα ήτο ο επί κεφαλής των ήτο η έφοδος προς επιθεώρησιν της φυλακής˙ ήσαν γνωστοί μου, ο Τριανταφυλλίνας, ο Τζαμάρας και ο Μαμούρης και ένας στρατιώτης Σουλιώτης, του οποίου δεν ενθυμούμαι τώρα το όνομα.
»Άμα επλησίασαν αμέσως έγινεν «αλλαγή» και άντ' εμού έθεσαν σκοπόν τον στρατιώτην εκείνον εγώ δε διετάχθην αμέσως να υπάγω να κοιμηθώ. Αμέσως απεμακρύνθην εις το σκότος. Αλλ' υποπτευθείς απαίσια δια τον στρατηγόν κρυφά κατεσκόπευον τας κινήσεις των, πλησιάσας ικανώς απαρατήρητος ως εκ του ψηλαφητού σκότους· ήκουσα τον κρότον των κλείθρων της φυλακής. Την ήνοιξαν και εισήλθον εις τον Πύργον οι τρεις, ο δε σκοπός έστεκεν εις την μισοανοιχτήν πόρταν της φυλακής. Άμα είσήλθον αυτοί μέσα, ηκούσθη ο κρότος των αλυσίδων των δεσμών του στρατηγού, όστις βεβαίως με την απροσδόκητον ταύτην επίσκεψιν θα εσηκώθη. Τον ήκουσα να λέγη προς αυτούς: «Ωρέ, ξέρω καλά ποιος σας έστειλε σας εδώ και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δε μ' λύνετε τόνα μου χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πως με λένε; Αυταίς εδώ τις σαπιοκοιλιαίς δεν τις συνερίζομαι, μα συ μωρέ Γιάννη,[τον Μαμούρη] γιατί;»
»Εις ταύτα αμέσως, ως ενόησα εκ της ταραχής η οποία ηκολούθησεν, επετέθησαν κατά του δεσμίου. Ήκουσα το βόγγημα, τους αναστεναγμούς και μούγκρισμα του λεονταργιού εκείνου και η καρδιά μου εραγίζετο. Και μετά ταύτα σιωπή τελεία. . .
»Μετ' ολίγον είδον τους τεσσάρας να βαδίζωσιν προς το τείχος της Ακροπόλεως το βλέπον προς το μέρος του Μακρυγιάννη με το φανάρι. Εκεί ηκούετο κτύπος όμοιος μ' εκείνον που γίνεται όταν εμπήγουν στύλον εις την γην.
»Κατόπιν τους είδα πάλιν να γυρίζουν εις την Κούλιαν, άφ' όπου επήραν βαρύ τι πράγμα και το επήγαν μαζί μετά δυσκολίας εις το μέρος όπου ήκουον τον κρότον. Εκεί κάτι έκαμνον ανακατευόμενοι και μετ' ολίγον πάλιν ήκουσα κτύπον πέτρας η οποία κτυπά επί της άλλης πέτρας. Αμέσως δε μετά τούτο εκείνοι μεν έγιναν άφαντος εγώ δε σιγά επήγα εις το κατάλυμά μου.
»Το πρωί άμα εσηκώθην έμαθον ότι είχε διαδοθή πανταχού, ότι ο Οδυσσεύς δραπετεύσας την νύκτα και θελήσας δια σχοινίου δεδεμένου να καταβή από το τείχος της Ακροπόλεως, κοπέντος του σχοινίου, κατέπεσεν από του ύψους και εφονεύθη.
»Όπως όλος ο κόσμος επήγα και εγώ και είδα τα έξης : Εις το μέρος όπου ήκουον τους κτύπους ήτο μπηγμένο μεγάλο παλούκι, δεμένο δε εις αυτό ακόμη τεμάχιον τριχιάς της οποίας η άκρη εφαίνετο ξασμένη. Όταν δε επήγα κάτω είδον το πτώμα τού άτυχους στρατηγού φέρον εις την μέσην δεμένον από έξω από το κοντοκάππι του ένα μακρύ κομμάτι τριχιάς. Το στόμα του ήτο καταματωμένον το επάνω και το κάτω χείλος του ήταν κομμένα σαν δαχτυλίδι στρογγυλά, σαν να τα χτύπησε κανείς και να τα 'κοψε με το στόμα ντουφεκιού ή πιστόλας.
»Ο λαιμός του είχε μαυρίλαις και σημάδια από νύχια, εστάλη ένας άλλος ιατρός να κάμη νεκροψίαν και έκθεσιν περί του θανάτου του˙ έμαθα δε ότι, επειδή επιστοποίησεν ότι ο θάνατος προήλθεν εκ βίας, διότι τα σημεία αυτής ήσαν φανερά, έσχισαν την έκθεσιν αυτού και έκαμαν άλλην [Η ψεύτικη ιατροδικαστική αυτή έκθεση, που το πρωτότυπό της σώθηκε, συντάχτηκε από τον Ιταλό ντόκτορα Vitali, υποπρόξενο τού Βασιλείου της Νάπολης στην Αθήνα. Είναι γραμμένη Ιταλικά και τελειώνει με τούτη δω την ανήκουστη απόνα γιατρό σε πιστοποιητικό θανάτου φράση : «. . . Επέφερον (τα τραύματα) αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος». Τον signor Vitali από τη Νάπολη τον έκαιγε πάρα πολύ η προδοσία τού Αντρούτσου και δε μπορούσε να κρατηθεί, να μην τον πει κακούργο και προδότη! Ε τι κάνει σε τέτοιους ανθρώπους το παραδάκι.]δια της οποίας εβεβαιούτο ότι του στρατηγού ο θάνατος προήλθεν εκ πτώσεως αυτού από μέρους υψηλού˙ μετά ταύτα έγινεν η κηδεία του πολύ καταφρονεμένη και χειρότερα και τού τελευταίου καταδίκου˙ τον έθαψαν σαν σκυλί εις τον ναόν τού Αγίου Δημητρίου, προς δυσμάς της Ακροπόλεως».
Αυτό στάθηκε το τέλος τού ήρωα, που στις αρχές της επανάστασης μπήκε, πιάνοντας το μαντήλι και χορεύοντας και τραγουδώντας, στο Χάνι της Γραβιάς.
Τα δυο αυτά εγκλήματα, της Μαύρης Τρούπας και της Κούλιας της Ακρόπολης, δεν τα ιστορήσαμε βέβαια μονάχα για τη δραματικότητά τους. Πολλοί είναι εκείνοι, ξέχωρα οι πιο επίσημοι από τους ιστορικούς μας, που για το φόνο τού Αντρούτσου ρίχνουν όλα τα βάρη στον Γκούρα. Άλλοι πάλι παραδέχουνται την ευθύνη τού Κωλέττη, όχι όμως και τού Μαυροκορδάτου. Τον Αντρούτσο, πολιτικάντηδες και προύχοντες, το ίδιο όλοι τον μισούσαν. Πολλές φορές θέλησαν να τον σκοτώσουν και στο τέλος το πέτυχαν. Όχι μονάχα ο Κωλέτης κι ο Μαυροκορδάτος, μα και πολλοί άλλοι, από καιρό προετοίμασαν, για τούτη την πράξη, τον Γκούρα.
Τα δυο αυτά εγκλήματα, του Τρελώνη και τού Αντρούτσου, σε τόσο λίγο καιρό τόνα άπ' τ' άλλο, μας δείχνουν πως είταν συνταιριασμένα. Για τη δολοφονία τού Τρελώνη δε χρησιμοποιήθηκαν Έλληνες μα Εγγλέζοι, έπειτα από υπόδειξη της κυβέρνησης, όπως παραδέχεται κι αυτός ο Τρικούπης. Και την υπόδειξη αυτή δεν είχε τη δύναμη να την κάνει από μόνος του ο Κωλέτης. Ποτέ ο Φαίντων κι ο Ουάϊτκομπ δε θα εχτελούσαν μια τέτοια προσταγή τού Κωλέτη, αρχηγού της Γαλλικής φατρίας. Μοναχά ο Μαυροκορδάτος μπορούσε νάχει τόση επιρροή πάνω τους, για να τους σπρώξει να σκοτώσουν ένα συμπατριώτη τους. Κι ούτε κι αυτός θ' αποτολμούσε να βάλει Εγγλέζους να δολοφονήσουν Εγγλέζο, δίχως την υπόδειξη ή τουλάχιστο την έγκριση της μυστικής υπηρεσίας στην Ελλάδα.
Τη δολοφονία του Αντρούτσου την οργάνωσαν ο Μαυροκορδάτος κι ο Κωλέτης και την απόπειρα ενάντια στον Τρελώνη οι Εγγλέζοι με τον Μαυροκορδάτο, γιατί ενώ τον στείλανε για πράκτορα, είχε την αποκοτιά να επηρεαστεί από τον αγώνα τού λαού μας για τη λευτεριά του κι αρνήθηκε να παίξει το παιχνίδι τους.
Δημήτρη Φωτιάδη
Από το βιβλίο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
Εταιρεία Λογοτεχνικών Εκδόσεων