-Πριν τον πόλεμο του 1940, όταν οι χωρικοί είχαν χορούς και τραγούδια στα σπίτια τους, ο Γέροντας έσκυβε το κεφάλι του και με λύπη έλεγε στο νεωκόρο του:
«Άχ γιαβρούμ (=παιδί μου) δεν ξέρετε πίσω τι μας έρχεται..». Εννοούσε τον πόλεμο που ερχόταν. Μια εβδομάδα πριν τον πόλεμο αυτό ο Γέροντας έκλαιγε με λυγμούς όλη τη νύχτα στο κελί του. Όταν τον ρώτησαν γιατί κλαίει και στενοχωρείται για τα προβλήματα του κόσμου, με βαθιά λύπη απάντησε: «Εσύ δεν ξέρεις, δεν ξέρεις, παιδί μου…». Ο Γέροντας έβλεπε νοερώς την επερχόμενη καταστροφή του πολέμου. Επί μια εβδομάδα έκλαιγε συνεχώς. Στο τέλος της εβδομάδας κηρύχθηκε ο πόλεμος. Το ότι προείδε τον πόλεμο το ανέφεραν, μετά την κήρυξη του πολέμου, κι άλλοι πολλοί. (Σελ.101)
_________________________________________________________________________
-Η κόρη προέδρου γειτονικού χωριού στο μοναστήρι, που ήταν γραμματεύς, διηγήθηκε πώς ένα Σάββατο που ετοιμαζόταν να κοινωνήσει, φιλονίκησε με κάποιον συνάδελφό της στο γραφείο και γι αυτό σκεφτόταν, αν μπορούσε να προσέλθει στο Μυστήριο.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι της, η μητέρα της την πληροφόρησε ότι το επόμενο πρωί θα λειτουργούσε ο Γέροντας στον Άγιο Σίλα.
Εκκλησιάστηκε εκεί. Τελικώς αποφάσισε να προσέλθει να κοινωνήσει με τη σκέψη ότι κατόπιν θα εξομολογηθεί στον Γέροντα το περιστατικό. Σαν ήλθε η σειρά της, της λέγει ο Γέροντας χαμηλόφωνα. «Όχι, κόρη μου, πρώτα να εξομολογηθείς και μετά να κοινωνήσεις…». Ντράπηκε, αλλά πείσθηκε ότι έτσι έπρεπε να γίνει.
_________________________________________________________________________
-Κάποιος χωρικός από τη Σίψα ετοιμαζόταν να ρίξει λίπασμα στο χωράφι του ένα πρωινό, όμως τον κάλεσαν εκτάκτως ως μάρτυρα στο δικαστήριο. Ανέθεσε έτσι σε κάποιον συγχωριανό του να τον εξυπηρετήσει. Εκείνος όμως έριξε το λίπασμα στο δικό του χωράφι, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς.
Όταν μετά από λίγο καιρό ήρθε στο μοναστήρι να κοινωνήσει, ο Γέροντας δεν τον μετέλαβε και του είπε πως έπρεπε να μετανοήσει για την αμαρτία του και να εξομολογηθεί. Κι επειδή εκείνος προσποιήθηκε πως δεν καταλάβαινε για ποια αμαρτία του μιλούσε, ο Γέροντας τον εβεβαίωσε ότι το δικό του χωράφι δεν θα έδινε καθόλου καρπό εκείνη τη χρονιά, κι ας είχε και το λίπασμα ενώ του χωρικού που τον είχε αδικήσει, θα είχε πολύ καρπό, όπως και έγινε…
_________________________________________________________________________
-Ο μπάρμπα-Άγγελος, γείτονας του μοναστηριού, τυφλός από πολλά χρόνια, διηγήθηκε ότι μόλις άρχισε ο συμμοριτοπόλεμος μια Κυριακή πρωί, μετά τη Θ. Λειτουργία, ο Γέροντας είχε έτοιμα κουτιά από κονσέρβες με συρματένιο χερούλι, έβαλε κάρβουνα αναμμένα, θυμίαμα και τα έδωσε στο εκκλησίασμα καθώς και εικόνες και έκαναν λιτανεία γύρω από το χωριό. Ο Γέροντας έψαλλε και έλεγε προσευχές.
Όταν επέστρεψαν στην εκκλησία, είπε στους χωρικούς: «Τώρα μη φοβάστε τίποτε κανείς από τους χωρικούς δεν θα πάθει το παραμικρό.». Και πράγματι, ούτε μύτη δεν μάτωσε.